Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

Οι λέξεις.


Ήταν γραμμένες στην άμμο έναν χειμώνα που πέρασε. Απο κάποια μάγισσα μάλλον, που καταράστηκε τις καλοσύνες του Απόλλωνα. Μόλις που πρόλαβα να τις διαβάσω πριν τις σβήσει το κύμα. Λέξεις που έγιναν ένα με το κύμα-

"Να τα φοβάσαι τα δελφίνια.


Σε κουβαλάνε πάνω στις σάπιες ράχες τους ώσπου να πιστέψεις οτι σώθηκες.

Δεν το κατάλαβες

Σε έπνιξαν με τα τραγούδια τους.

Η απάντησή τους στις δικιές σου μελωδίες.



Δεν είναι φίλοι σου. Κανείς δεν είναι.



Μη γελάς.

Εγώ γελάω που βλέπω το πτώμα σου να επιπλέει στο νερό.

Ακούγεται όμορφα σαν τα ποιήματα που σιγομουρμούριζες κάποτε.

Δεν με ακούς, αλλα θα σου μιλάω μέχρι να φτύσεις όλη την αλμύρα απ τα πνευμόνια σου. Θα σε θάψω σφυρίζοντας σαν τους δολοφόνους σου. Μην ανησυχείς, δεν θα σε βλέπεις. Θα είσαι μακριά, εκεί στον κόσμο που αποφάσισες να μείνεις. Εκει θα μείνεις



Κι εγώ θα ξαπλώνω στην παραλία με τα συναισθήματα που του τους χάρισες και θα τα λέμε.

Θα γελάμε.

Κανείς δεν θέλει να γίνει ανώφελα χαρούμενος, να το θυμάσαι.

Θα γελάμε μαζί σου.



Ο Αρίων μου λέει να βάλω στη σειρά τις λέξεις μου.

Οι λέξεις δεν είναι στρατιωτάκια. Επιτίθονται όταν πιέζονται. Λένε ιστορίες που ξεσκίζουν το παρελθόν και αχρηστεύουν το μέλλον.

Οι λέξεις δεν γνωρίζουν να με υπακούν. Ποτέ δεν ήθελαν άλλωστε. Οι λέξεις είναι δελφίνια.

Δεν είναι φίλοι σου.

Ξέχνα τα πλάσματα που σε έσωσαν όταν δεν είχες το θάρρος της αυτοκτονίας.

Πρέπει να ξέρεις ν' αγαπάς το θάνατο. Δες με.

Δένεις την αθλιότητά σου με τα σάβανα του Αρίωνα και την κουβαλάς παντού μαζί σου σαν μωρό. Μην την πετάς πάνω μου, έχω αρκετή δική μου. Γίνεσαι αίμα, κινείσαι και ραντίζεις τα μάτια μου. Φύγε. Με λεκιάζουν τα φάρμακά σου. Η αθλιότητα είναι μόνο δική μου που σ' ακούω. Αρίωνα όλοι σκοτεινοί είμαστε. Ο καλός ο κόσμος που ονειρεύτηκες να ζω είναι μόνο στις λέξεις. Στις δικιές μου μόνο λέξεις. Εσύ δεν ξέρεις. Ούτε εγώ.

Ακροβατώ ανάμεσα στους τόνους και τις τελείες. Πέφτω στα διαστήματα. Ο καλός ο κόσμος σκοντάφτει συνέχεια.

Όμορφες τρικλοποδιές της βλακείας μου.

Μετράω τη βλακεία μου στα δάχτυλα των ποδιών σου.

Μετρούσα.



Μην με κατηγορείς που έχασα τους αριθμούς. Και αυτοί λέξεις είναι τι να τους κάνεις;

Να μην το ξεχάσω...

Ο καλός ο κόσμος υπάρχει μέσα στη στη σούπα σου ήδη πρίν την ιστορία της αράχνης. Όλοι αράχνες είμαστε κι εσύ φοβάσαι την τίγρη.

Μίλησα με τη γυναίκα της ιστορίας στο σύμπαν που μου έμαθες. Μου είπε δεν το θελε. Κι αυτή να λυτρωθεί έψαχνε. Ηθελε να εξαγνιστεί μέσα στο καυτό νερό. Ήθελε να σου δώσει το θάρρος της αυτοκαταστροφής που έχασες σε προηγούμενη ζωή.

«Το νερό ήταν όμως παγωμένο, σαν τις λέξεις του»


Μου είπε να σου πω συγνώμη. Δεν στο λέω γιατί ποτέ δεν έχει αξία.

Ο κόσμος είναι καλός για λίγο Αρίωνα. Ο σερβιτόρος θα μείνει άλλη ιστορία.

Δεν θέλω να ξέρω τους καλούς ανθρώπους. Δεν έχουν ταυτότητες και κυκλοφορούν με θηλιές στο λαιμό για να φοβίζουν τις ψυχές. Περπατούν στις μύτες για να μην τους ακούσεις όταν χορεύουν κλακέτες πάνω στα σπασμένα σου δόντια. Έτσι νομίζουν τουλάχιστον.

Ο υποχθόνιος κόσμος σου δεν με τρομάζει. Τις μισώ τις καλοσύνες. Με κάνουν αδύναμη.

Αδύναμη ήμουν πάντα και το ξέρεις.

Και κάτι ακόμα.

Μην κλαίς όταν σε πνίγουν τα δελφίνια. Εσύ τα προσκάλεσες ανάμεσα στα σκέλια σου. Τώρα μείνε να σου τρώνε τα σωθικά. Είναι καλός ο κόσμος... "



Αρίωνα σ' ευχαριστώ για τις ιστορίες.

 Διάβασε κι άλλες δικές του.

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2011

Έτσι γελάς;




Ήταν βιαστικό και κούτσαινε. Δεν πρόλαβα να του πω πολλά.
Δεν λυπάμαι.
Είναι στη φύση του να μένει πίσω.
Όχι για πολύ. Δύο στιγμές
 ώσπου να το αρπάξουν οι ιστορίες του μέλλοντος.


"Δεν ξέρεις.
Στο τελευταίο ραφάκι, σε ένα μικρό ξύλινο κουτί, έκρυψα κάποτε τα τελευταία χαμόγελα μιάς ζωής.

Εκεί με τις άλλες συμφορές της Πανδώρας.

Θυμάμαι ακόμα τις μέρες που τα μάζευα ετοιμοθάνατα απ τους δρόμους.

Χιονισμένες μέρες της άνοιξης.

Τα έπλυνα με σκοτάδι . Οι αναπνοές τους σπαρταρούσαν στα χέρια μου.

Το σκοτάδι καταργεί τα χαμόγελα. Δεν  το ήξερα τότε.

Τα άφησα να σαπίζουν στην καταστροφή που τους προκάλεσα.

Έπαιζα κάθε μέρα με τα χαμόγελα, μέχρι που ξέχασαν να γελάνε.
Ξεχάσαμε

Άδικα με κατηγορείς για λέξεις που δεν γνωρίζω.

Εκείνοι φταίνε.

Τα θηρία των μικρών σκοταδιών δεν βλέπουν τα γυάλινα χαμόγελα και τα σπάνε.


 Πως έσπαγες τα δάκρυα κάποιους καιρούς, θυμάσαι?

Μην μιλάς, δεν θα ακούω τις φωνές σου. Δεν είναι τέτοια η εποχή να θες να χλευάζεις τα τυφλά τους μάτια. Τη ζήσαμε μία κόλαση, δεν χρειαζόμαστε μια ακόμη.

Δεν περνάν οι μήνες όταν οι μέρες ερωτεύονται την ευτυχία.

Άδικα ψάχνεις, δεν είναι πουθενά. Ξεκουράσου.

 Ξέρεις, τα χαμόγελα όταν βγαίνουν έξω με υπνωτίζουν. Δεν τις ελεγχεις τις προθέσεις τους.  Δεν ελέγχεις τις προθέσεις σου.

Σταμάτα να υποφέρεις. Τα βασανιστήριά σου δεν είναι για τα δόντια τους.
Βρες αλλού την κακία που ψάχνεις, εγώ δεν δίνω τίποτα

Στο είχα πει,
Σε εκείνες τις αποδράσεις, ψηλαφίζουν στα κρυφά  τη ζωή μου για να πάρουν μαζί τους ο,τι ίχνος ευτυχίας τους διέφυγε τόσα χρόνια. Δικές μας όλες οι συμφορές.

Μου το είχες πει,
Μη μοιρολογείς τη δυστυχία, είναι μεγάλο αγαθό για να την έχεις ολόκληρη και αληθινή

Ακόμα δεν έμαθα.
Το βλέπω,
Όλα τρέχουν στις στιγμές όταν ντύνεις τα μάτια σου με υποσχέσεις και υποθέσεις.

Και οι νύχτες στέκονται πάντα εκεί να παραμιλούν για τις λογικές που περνούσαν απο μπροστά τους και ποτέ δεν σταμάτησαν.
Ένα γειά κι ένα αντίο είναι οι λογικές, δεν του κλέβεις παραπάνω λέξεις.

Σε βλέπω,
Κι ότι έπλασες στο μυαλουδάκι σου για ετοιμόρροπους κόσμους όλα παραμυθάκια ήταν.
Ένας είναι ο κόσμος και υπάρχει στ’ αλήθεια. Ούτε δικός μου, ούτε δικός σου.
Θα υπάρχει, μην τον καταριέσαι,

όλα θα υπάρχουν και τίποτα δεν θα ζει πάνω απο την αξιοπρέπεια της ήττας.

Στο είπα ξανά, δεν φταίω εγω  που σε ξέχασαν πίσω. Τρέξε να τους προλάβεις αν θέλεις.
Πριν κλείσει το κουτί.
Πριν μεγαλώσεις μικρό χαμόγελο.''

.
Φωτογραφία: Ευχαριστώ Σ.