Ήταν γραμμένες στην άμμο έναν χειμώνα που πέρασε. Απο κάποια μάγισσα μάλλον, που καταράστηκε τις καλοσύνες του Απόλλωνα. Μόλις που πρόλαβα να τις διαβάσω πριν τις σβήσει το κύμα. Λέξεις που έγιναν ένα με το κύμα-
"Να τα φοβάσαι τα δελφίνια.
Σε κουβαλάνε πάνω στις σάπιες ράχες τους ώσπου να πιστέψεις οτι σώθηκες.
Δεν το κατάλαβες
Σε έπνιξαν με τα τραγούδια τους.
Η απάντησή τους στις δικιές σου μελωδίες.
Δεν είναι φίλοι σου. Κανείς δεν είναι.
Μη γελάς.
Εγώ γελάω που βλέπω το πτώμα σου να επιπλέει στο νερό.
Ακούγεται όμορφα σαν τα ποιήματα που σιγομουρμούριζες κάποτε.
Δεν με ακούς, αλλα θα σου μιλάω μέχρι να φτύσεις όλη την αλμύρα απ τα πνευμόνια σου. Θα σε θάψω σφυρίζοντας σαν τους δολοφόνους σου. Μην ανησυχείς, δεν θα σε βλέπεις. Θα είσαι μακριά, εκεί στον κόσμο που αποφάσισες να μείνεις. Εκει θα μείνεις
Κι εγώ θα ξαπλώνω στην παραλία με τα συναισθήματα που του τους χάρισες και θα τα λέμε.
Θα γελάμε.
Κανείς δεν θέλει να γίνει ανώφελα χαρούμενος, να το θυμάσαι.
Θα γελάμε μαζί σου.
Ο Αρίων μου λέει να βάλω στη σειρά τις λέξεις μου.
Οι λέξεις δεν είναι στρατιωτάκια. Επιτίθονται όταν πιέζονται. Λένε ιστορίες που ξεσκίζουν το παρελθόν και αχρηστεύουν το μέλλον.
Οι λέξεις δεν γνωρίζουν να με υπακούν. Ποτέ δεν ήθελαν άλλωστε. Οι λέξεις είναι δελφίνια.
Δεν είναι φίλοι σου.
Ξέχνα τα πλάσματα που σε έσωσαν όταν δεν είχες το θάρρος της αυτοκτονίας.
Πρέπει να ξέρεις ν' αγαπάς το θάνατο. Δες με.
Δένεις την αθλιότητά σου με τα σάβανα του Αρίωνα και την κουβαλάς παντού μαζί σου σαν μωρό. Μην την πετάς πάνω μου, έχω αρκετή δική μου. Γίνεσαι αίμα, κινείσαι και ραντίζεις τα μάτια μου. Φύγε. Με λεκιάζουν τα φάρμακά σου. Η αθλιότητα είναι μόνο δική μου που σ' ακούω. Αρίωνα όλοι σκοτεινοί είμαστε. Ο καλός ο κόσμος που ονειρεύτηκες να ζω είναι μόνο στις λέξεις. Στις δικιές μου μόνο λέξεις. Εσύ δεν ξέρεις. Ούτε εγώ.
Ακροβατώ ανάμεσα στους τόνους και τις τελείες. Πέφτω στα διαστήματα. Ο καλός ο κόσμος σκοντάφτει συνέχεια.
Όμορφες τρικλοποδιές της βλακείας μου.
Μετράω τη βλακεία μου στα δάχτυλα των ποδιών σου.
Μετρούσα.
Μην με κατηγορείς που έχασα τους αριθμούς. Και αυτοί λέξεις είναι τι να τους κάνεις;
Να μην το ξεχάσω...
Ο καλός ο κόσμος υπάρχει μέσα στη στη σούπα σου ήδη πρίν την ιστορία της αράχνης. Όλοι αράχνες είμαστε κι εσύ φοβάσαι την τίγρη.
Μίλησα με τη γυναίκα της ιστορίας στο σύμπαν που μου έμαθες. Μου είπε δεν το θελε. Κι αυτή να λυτρωθεί έψαχνε. Ηθελε να εξαγνιστεί μέσα στο καυτό νερό. Ήθελε να σου δώσει το θάρρος της αυτοκαταστροφής που έχασες σε προηγούμενη ζωή.
«Το νερό ήταν όμως παγωμένο, σαν τις λέξεις του»
Μου είπε να σου πω συγνώμη. Δεν στο λέω γιατί ποτέ δεν έχει αξία.
Ο κόσμος είναι καλός για λίγο Αρίωνα. Ο σερβιτόρος θα μείνει άλλη ιστορία.
Δεν θέλω να ξέρω τους καλούς ανθρώπους. Δεν έχουν ταυτότητες και κυκλοφορούν με θηλιές στο λαιμό για να φοβίζουν τις ψυχές. Περπατούν στις μύτες για να μην τους ακούσεις όταν χορεύουν κλακέτες πάνω στα σπασμένα σου δόντια. Έτσι νομίζουν τουλάχιστον.
Ο υποχθόνιος κόσμος σου δεν με τρομάζει. Τις μισώ τις καλοσύνες. Με κάνουν αδύναμη.
Αδύναμη ήμουν πάντα και το ξέρεις.
Και κάτι ακόμα.
Μην κλαίς όταν σε πνίγουν τα δελφίνια. Εσύ τα προσκάλεσες ανάμεσα στα σκέλια σου. Τώρα μείνε να σου τρώνε τα σωθικά. Είναι καλός ο κόσμος... "
Αρίωνα σ' ευχαριστώ για τις ιστορίες.
Διάβασε κι άλλες δικές του.