Κυριακή 10 Απριλίου 2011

Να μετράς.


Την άλλη μέρα το πρωί βρήκα στο δρόμο δύο ψεύτικα φτερά. Τα είχε λιώσει ένα πράσινο Toyota.

Τρέξε κι άλλο, απέχει πολύ ο κόσμος. Φύγε μακριά μικρό μυαλό μου.
Θέλω να κολυμπήσω πιο ψηλά. Να αγγίξω τον ήλιο. Όταν λιώσουν τα φτερά μου θα ξεντυθώ και θα βουτήξω στο φώς πριν προλάβει να με κάψει ζωντανή. Ο Ίκαρος δεν ήξερε. Ας βασανίζεται μονάχος ξαπλωμένος στον βράχο που κρατάει τον σπασμένο του λαιμό. Έτσι τον βρήκαν μια μέρα.

-Πως θα μετρήσεις τις σταγόνες της βροχής μου λες?
-Θα τις γράφω στον ώμο μου για να μην ξεχνάω.
-Μα δεν ξέρεις να γράφεις
-Θα τις γράφει άλλος
-Η νερομπογιά διαλύεται στο νερό της βροχής.
-Δεν μετράς τις σταγόνες με νερομπογιά ανόητη!
-Τι ξέρεις εσύ από μέτρημα?
-Μετρούσα τα χρόνια.
-Άλλο οι σταγόνες. Δεν θα προλάβεις να τις μετρήσεις όλες.
-Καμία δεν σβήνεται. Καμία δεν χάνεται.

Ο κόσμος γυρίζει γρήγορα. Σταματάει που και πού. Ανά δεκαέξι τρένα μου είπαν. Μόλις περάσει και το δέκατο πέμπτο μπαίνουν στα εγκαταλελειμμένα βαγόνια οι μουτζούρες και τραγουδάνε ξεχασμένες καντάδες.

-Παρακαλούμε κατεβείτε. Απολογισμός υλικών καταστροφών.
-Έσπασα δύο πλευρά και πέντε δόντια
-Τι χρώμα?
-Ορίστε?
-Τι χρώμα έχουν τα σπασμένα?
-Είμαι τυφλή.
-Παρακαλούμε κατεβείτε. Απολογισμός υλικών καταστροφών.

Ανακυκλώνομαι κάθε τέσσερα βήματα. Δεν πονάει έχω μάθει. Πρώτα κόβω το κεφάλι μου και μετά το πουλάω για ένα καινούριο. Δεν κρατάει πολύ η φθορά. Και όσο μεγαλώνει ξέρει να γίνεται αόρατη. Πρέπει να την σκοτώσεις πριν σ’ εξαφανίσει μαζί της. Προς θεού μην την αγκαλιάσεις, θα σε συνθλίψει στα μεταλλικά της χέρια.
 
Πρέπει πρώτα να μάθεις να κάθεσαι για καφέ στην ηλεκτρική καρέκλα για να μπορείς να ξεχωρίζεις το πάνω με το κάτω.
Πρέπει να ξέρεις να διαβάζεις τα "βοήθεια" της καταστροφής για να κάψεις τα χέρια σου στο φως του ήλιου.
Πρέπει να αρχίσεις να καταλάβαίνεις τις στιγμές που οφείλεις κερνάς υδροκυάνιο στα μάτια σου. Στην υγειά μας.

Δεν φοβάμαι. Όταν χάνω το φώς μου βρίσκω καινούριο. Ο Ίκαρος μου έμαθε πως ν’ αρπάζω τις πυγολαμπίδες από τις φωλιές τους και να τις θάβω ζωντανές στα μάτια μου. Όταν εκείνες έχουν εφιάλτες, έχει και η όρασή μου. Την ακούω που και πού να ουρλιάζει κλαίγοντας απεγννωσμένα. Είναι που προσπαθεί να διώξει τις εικόνες. Στα μάτια μου αρέσει πολλές φορές να μένουν τυφλά.

Είναι οι φορές που γελάνε ασυνείδητα.

Ξεχνάω εύκολα. Φταίει που ζω στα υπόγεια με τριάντα εφτά βαλσαμωμένες αναμνήσεις. Όταν ματώνουν και σαπίζουν , ο κόσμος μου νυστάζει. Τον αφήνω να σβήσει για λίγο και να κοιμηθεί. Το πρωί φτύνω τα λησμονημένα υπολείμματα των νυχτερινών θανάτων και ξανακοιμάμαι μέχρι να ξεκουραστώ. Κάθε πρωί ξερνάω την ψυχή μου στους τοίχους.
Μετά βρίσκω άλλη.

Ο Ίκαρος είχε ξεχάσει να μου πει πως όταν χαθείς μία φορά στο λαβύρινθο, χάνεσαι και δεύτερη.

«Πιστέψατε πως ο ήλιος καίει, παράλογοι άνθρωποι. Έτσι γίνεται πάντα. Όταν κάνουμε μονάρχη την παγωνιά, η ζέστη μεταμορφώνεται σε κόλαση.»

«…Και μαλώνουν μεταξύ τους.»

Κλείσε το παράθυρο, κάνει ρεύμα.

-Δεν υποφέρεις χωρίς την όρασή σου?
-Όχι εγώ, εσύ.

Έπρεπε να είχα αφήσει τα μάτια μου ελεύθερα. Τα ζαλίζει το πολύ φως. Δεν ήξερα.

-Τι έπαθε ο ώμος σου?
-Η βροχή χαράζει τις σταγόνες της στο δέρμα μου. Θέλει να αφήνει ίχνη για τα παιδιά της που χάνονται στο χώμα. Θέλει να μας θυμάται. Μετά μετράς τις ουλές σου…
…Καμία δεν σβήνεται. Καμία δεν χάνεται

-Δεν το ήθελα. Σε λυπόμουν.
-Κι εγώ
-Να μετράς τις ουλές σου. Καλησπέρα.



Τετάρτη 6 Απριλίου 2011

Περπατώ, περπατώ εις το λάθος.


Περνούν τα χρόνια Έλενα και γερνάς. Έλενα σταμάτα. Ξεκουράσου. Δύο στιγμούλες μόνο. Μία για μένα την αληθινή και μία για μένα την ψέυτικη.Ευτυχώς που αφού ξέβαψα ξανθά τα μαλλιά μου, οι μπάρμαν σταμάτησαν να με ρωτάνε αν είμαι όντως 18.


Δολοφόνησα πέντε χελιδόνια που έκαναν διάλειμμα απο το πέταγμά τους. Ήμουν μεγαλύτερη τότε.

Και ξυπνάω πάλι απ την αρχή. Η τρίτη μου κατάρα. Η πρώτη είμαι εγώ και η δεύτερη το "είναι" μου.

Συνειδητοποιώ. Το ξέρω.
Κάτι παραπάνω από αρκετά. Αρκετά για να περνάει ο χρόνος.

Ξύπνα πολύ κοιμήθηκες
Και αρκετά περνάει ο χρόνος.

Φέτος, για μια ακόμη φορά ξέχασα να βγάλω έγκαιρα τα Μάρτη μου.

Μάρτης: Ερυθρόλευκο βραχιολάκι που φοράμε το μήνα Μάρτιο για να μην μας καίει ο ήλιος. Κι αυτό γιατί λένε τα λαϊκά πράγματα «Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκάφτης.» (ακόμη δεν έχω καταλάβει πως σχετίζεται το συγκεκριμένο απόφθεγμα με τον ήλιο που καίει ) Μάρτη φοράω κάθε χρόνο από τότε που γεννήθηκα. Και για κάποιο λόγο πάντα ανυπομονούσα να φορέσω το μυστηριακό-«ξεδοντιάζω τον κακό ήλιο» βραχιόλι. Έβαζα στοιχήματα με τον εαυτό μου, πόσο θα καταφέρω να κρατήσω το μάρτη τυλιγμένο στο χέρι μου. Προσωπικό Ρεκόρ: Μήνας Αύγουστος. Μετά οι κλωστούλες κόβονται από μόνες τους.
Μετά αποφάσισα να γίνω μεγάλη. Έτσι για να τους σπάω τα νεύρα.Γιατι δεν είχα άλλα δικά μου να σπάσω.

Κόντρα στο ρεύμα. Έτσι είμαι. Έτσι ζω.
Μετά οι κλωστούλες κόβονται από μόνες τους.

Έβαζα συχνά στοιχήματα.
Βάζω συχνά στοιχήματα.

Είναι εξαιρετικά ενοχλητικό να σε προλαβαίνουν οι κομπίνες των άλλων προτού προλάβεις να γραπωθείς απ' την πνοή της μάχης

Έβαζα στοιχήματα και έπαιζα αγώνες

Εγώ και το μέλλον μου σφαζόμασταν σε μοιραίες χρόνιες μάχες.
Το παρελθόν έρχεται με το μέρος μου. Το παρόν είναι το ρουφιανάκι. Θα το ‘χαμε μάθει τόσα χρόνια , αλλά μεταμφιέζεται. Είναι αθάνατο το μπάσταρδο.

«Ψάξε,ψάξε ,δεν θα το βρείς»

 Με εκβιάζει. Χωρίς αυτό δεν υπάρχω.

Δεν θέλει τίποτ’ άλλο. Ο πόλεμος του φτάνει.

Εθισμένο στην αδρεναλίνη. Έπρεπε να το πρόσεχα από παλιά. Εγώ του δίνα τη δόση του. Δεν το κατηγορώ. Σταμάτησα ν αποδίδω ευθύνες. Στον δικό μου πόλεμο κανείς δεν φταίει.

Κι όλοι πονάνε
Ιδέες δολοφονούνται, μάτια βγαίνουν και στιγμές ακρωτηριάζονται βίαια από διαβολικούς ανέμους που στέλνουν υποχθόνιες κακόβουλα καλοσυνάτες ιέρειες. Μέχρι που τα δέρματα γδέρνονται άσχημα και ανεπανόρθωτα. Το μέλλον τ’ αποσύρει σε ακατονόμαστες σπηλιές, και λιώνουν κάνοντας παρέα σε άλλα δέρματα που τεράστια εξωτικά φίδια είχαν εναποθέσει εκεί κάποτε.
Δεν τα φοβάμαι τα φίδια.

Τους ανθρώπους τους φοβάμαι περισσότερο.


Οι κλωστούλες του Μάρτη πρέπει να κοπούν τον Απρίλη και η σωρός του βραχιολιού αναμένεται με καλή διάθεση να τοποθετηθεί σε σκεπή ,απαραιτήτως αποτελούμενη από κεραμίδια.
Ο λόγος: Τα χελιδόνια, συλλέγουν τις κλωστές πτώματα για να φτιάξουν τις φωλιές τους

Πώς πλέκουν τα χελιδόνια τις φωλιές τους?.

Αν υπήρχαν πλεκτές φωλιές για τις αισθήσεις μας…

Πως ζεσταίνεις την ευτυχία για να μην πεθάνει στο δευτερόλεπτο? Είναι άδικο να πεθαίνουν οι ευτυχίες από κρυοπαγήματα. Είναι εύθραυστα τα χαμόγελα. Είναι γυάλινα τα συναισθήματα.

Τώρα χαμογελάω.                      Τώρα όχι.

Γιατί δεν νιώθω παραπάνω τη στιγμή. Ελαττωματική ισορροπία. Προσπάθησα να βάλω την ευτυχία μου δίπλα στο τζάκι να κουρνιάσει. Μόνο για να ζήσει, τίποτα παραπάνω δεν θα της έδινα, το ορκίζομαι. 
Και πήρε φωτιά.

Κοίτα λίγο ψηλά. Είμαι το ανόητο παιδάκι που σου πετάει κεραμίδια στο κεφάλι.
Πίστευα πως αν χαμηλώσουν οι σκεπές τα χελιδόνια θα φτάσουν πιο γρήγορα τα όνειρά τους.
Αφού δεν είναι οι άνθρωποι , ας είναι αυτά ευτυχισμένα.

Ακόμη δεν έμαθες. Οι σκεπές δεν χτίζονται στο χώμα.

Πρόσεχε τους χειμώνες.

Κάθε Απρίλη θα είμαι το παιδάκι πάνω στις σκεπές που τους πετάει κεραμίδια.
Κάποιες φορές ίσως ζηλεύω τα χελιδόνια λίγο παραπάνω απ όσο έπρεπε.
Μη ελεγχόμενη κακία.
Δικαιολογούμαι. Πρωταπριλιά, δεν θα με μάθεις.

Πρέπει να πετάξω τη σωρό σε μια σκεπή.
Πρέπει να βρω μια σκεπή με κεραμίδια.
Μετά κόβεις τις κλωστούλες από μόνος σου.


Χωρίς εμπόδια πως θα ζήσεις και τι θα είσαι?



Και κάπως έτσι έμεινα απέξω.Έξω απο μένα. Έξω απο δω.
Δεν παραπονιέμαι.
Πρόσεχε και τα καλοκαίρια. Ο ήλιος καίει τα καλοκαίρια.
Και δαγκώνει αν δεν φοράς το μάρτη σου.


 

Τρίτη 5 Απριλίου 2011

Chi è?


-Και εκεί στα μαγαζιά που βγαίνετε τις Παρασκευές τι κάνετε και μένετε μέχρι τα ξημερώματα?...Χορεύετε?
-Ε, άμα λάχει.
-Που δηλαδή χορεύετε? Ανεβαίνετε στις μπάρες?
-Ναι , και καμιά φορά όταν έχει πολύ κόσμο και δεν χωράμε κρεμιόμαστε από τα ταβάνια σαν τις νυχτερίδες. Ξέχασα ν’ αναφέρω πως όταν τα ρολόγια χτυπήσουν 3.00 ,πίνουμε το αίμα αθώων μεθυσμένων περαστικών.
-Μη με δουλεύεις! Που χορεύετε?
-Εκεί
-Τι είναι εκεί? Έχει πίστα?
-Ναι, μας ρίχνουν και γαρύφαλλα και μας βάζουν λεφτά στα σουτιέν.


(Προηγήθηκε συζήτηση ρουτίνας μεταξύ Έλενας και μητέρας ράτσας Αγίου Βερνάρδου. )

Η τρέλα πολλές φορές έχει περίεργα όρια…ή τα όρια της είναι υπερβολικά περίεργα και ξεπερνούν τις δυνατότητες αντίληψής μου. Θα μου πεις…δεν είχα και ποτέ ιδιαίτερη αντίληψη. Γουστάρω να ζω στον κόσμο μου. Κι αυτό είναι που κάνω συνήθως ,υποθέτω. Και ελπίζω.

«Τι κάνεις στη ζωή σου?»
Που να ξέρω…

«Μάθε λοιπόν!»

Εύκολο να το λες
 Στην πράξη  πάντα έχανα
 Και στις πράξεις.

Ποιος είπε ότι θέλω να μάθω!?

Μισώ τα μαθηματικά. Ησυχία μου έλα πίσω! Σε τρόμαξα λίγο συγνώμη, δεν θα ξαναπαίξω βιολί τέτοια ώρα στο σκοτάδι. Κι εγώ με τρομάζω, μην ντρέπεσαι…Τι?...Ναι πες μου, ακούω.

Όλοι μου λένε ιστορίες. Κι όταν δεν τις ακούω, τις ζωντανεύουν και τις παρουσιάζουν:«Δες τι ζούμε!». Δεν με νοιάζει. Θέλω να βλέπω τις αληθινές ιστορίες, όχι τις ψεύτικες αφηγήσεις. Αληθινά ψέματα. «Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σ’ ένα κοτέτσι ο φωνακλάς κόκορας…» Φούλστοπ…Μνήμη απουσιάζει, παρακαλώ καλέστε αργότερα. Το παίρνω αλλιώς

«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν η Έλενα. Και πέθανε.The End»

Αληθινή ιστορία. Και εντελώς συμπτωματικά μοιάζει με τις ιστορίες όλων μας. Οι πιο καλοστημένες. Αρχή -τέλος. Ξέχασα τη μέση

Διόρθωσις:

«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν η Έλενα. Και έψαχνε την Έλενα και έβρισκε την Έλενα. Και μετά την ξαναέχανε. Τα βράδια κοιμόταν ήσυχη νομίζοντας πως η Έλενα ήταν δίπλα της, αλλά η Έλενα το πρωί ξαναέφευγε. Γιατί ποτέ δεν θα την έφτανε. Τα φεγγάρια έσπαγαν τις αλυσίδες και έλιωναν τις μνήμες και τους στόχους. Γιατί η Έλενα ήταν νερό και άλλαζε μορφές συνέχεια, εξατμίζονταν και ξανάπεφτε στη γη από τα ψηλά όταν την βάραιναν οι σκέψεις. Και μετά πέθανε

Και προτού χαρακτηριστώ  καταθλιψάκιας επεξηγώ:
Thats the circle of life

Κλασικά πράγματα.
.

Όσο πιο πολλές «Έλενες» φτάνεις ενώ δραπετεύουν, τόσες φορές περισσότερο ζωντανός γίνεσαι. Για κάτι πρέπει να πασχίζουμε άλλωστε. Κυνήγι εαυτών. Καλή τύχη.

Δεν ζήτησα ποτέ έλεος από τον εαυτό μου. Κάτι ταραγμένα μόνο χρόνια έτρεχα σε τρομακτικές εκκλησίες για να εξομολογηθώ πράξεις που διέπραττα στις ψεύτικες ζωές μου. Φοβόμουν και φόβιζα. Και στα όνειρα μου έβλεπα πολύχρωμα αλογάκια και ουράνια τόξα που γινόταν λεία των  ανεξήγητα δαιμονισμένων τριγωνοψαρούληδων. Ήθελα να γίνω ινδιάνα τότε. Ίσως επειδή είχαν μακριά μαλλιά. Μικροί μου παραλογισμοί ξεχασμένων μοιρών. Ινδιάνα δεν έγινα τελικά. Για τα τέρατα των ονείρων μου όμως ακόμη αμφιβάλλω καμιά φορά. Φταίνε τα σκοτάδια στο μπαλκόνι του απέναντι σχολείου που ενώνονται με τη φαντασία μου γεννώντας απόκοσμες σκιές.

Δεν έμαθα ποτέ τι ζητάω από μένα. Κι ίσως ποτέ να μην μάθω τι πήρα στο τέλος. Έχει ο καιρός γυρίσματα. Και έχει ο χρόνος καιρούς ακόμα.
Θέλω να πω, να, ότι ποτέ δεν ήξερα τι λέω. Οι άνθρωποι συνηθίζουν να μιλάν μπερδεμένα ούτως ή άλλως.

(Ντριιιιν)
-Ναι. ΠΑΡΑΤΑ ΜΑΣ!

«….για καφέ. Με την Ελευθερία είμαι
…..Όχι δεν με νοιάζει να απαντούσες, τι στο αγόρασα το κινητό!
…..ΠΑΡΑΤΑ ΜΑΣ ΣΟΥ ΛΕΩ
…..ναι οκ. Θα κάνω πάρτυ»,  και έκλεισε το τηλέφωνο.

Τότε η κοπέλα με τα βυσσινί εφαρμοστά ρούχα γύρισε στη διπλανή της.

-Κατεβαίνουμε τώρα γρήγορα. Μας περιμένει δύο στάσεις μετά.

Η άλλη, με τις ψηλές τρομακτικές μαύρες μπότες (από εκείνες που φοβάσαι πως πολλές φορές κρατούν οι δολοφόνοι αντί για στιλέτα) πανικοβλήθηκε. Πέρασε κάτω από το κάγκελο του λεωφορείου πίσω από το οποίο καθόταν. Αν και κατάφερε με στοιχειώδη επιτυχία ν’ απεγκλωβίσει την τσάντα της, το λουρί της οποίας είχε μπλεχτεί ανάμεσα στα καθίσματα, αποτυχημένα προσπάθησε να ισορροπήσει και έκανε βουτιά από την πόρτα του λεωφορείου, προς τον παππού που περίμενε να επιβιβαστεί. (Τελικά υπάρχουν και χειρότερα από τα δικά μου σαβουρδίσματα.) Η πρώτη δεν αντέδρασε. Αφού κοίταξε ερευνητικά γύρω της, αποβιβάστηκε (αισίως) και σήκωσε ήρεμα την ασφαλτοχτυπημένη. Ο παππούς επιβίωσε. Σαν να μην συνέβη τίποτα, μπήκε στο λεωφορείο, αρνούμενος ν απαντήσει στις ερωτήσεις των υπόλοιπων επιβατών («Είστε καλά κύριε?»). Όσο για μένα, κατέβηκα στην επόμενη στάση για να επιστρέψω σπίτι μου.

«(...  ) Así es la vida (…)»

Και πάντα συνεχίζεται...

ΥΓ.  Τα θερμά μου συγχαρητήρια σ’ εμένα. Μόλις ξέχασα ότι η μικρή μου ξαδέρφη θα ερχόταν σήμερα στη Θεσσαλονίκη και ήθελε να με δει. Καλό Πάσχα τώρα. Ημερήσιος συντονισμός με την πραγματικότητα απέτυχε.


Sì, la vita non dovrebbe essere così qualche volta

Θυμήσου να θυμάσαι μερικές φορές.





Κυριακή 3 Απριλίου 2011

Upside down



Ξεπρόβαλλε ξαφνικά πίσω από τους τερατωδώς γεμάτους κάδους σκουπιδιών που έχουν πνίξει τις τελευταίες μέρες την πόλη. Ήταν μια συνηθισμένη Τρίτη βράδυ και αφηρημένη είχα μείνει να κοιτάζω επίμονα τις ξεσκισμένες σακούλες, αγνοώντας την δυσωδία.


« Μην στενοχωριέσαι. Όλα θα πάνε καλά. Όλα καλά θα γίνουν! Εσύ να χαμογελάς. Και οι μέρες περνούν και θα περνάν ,να το θυμάσαι.»


Ο ηλικιωμένος κύριος φορούσε ένα κόκκινο κασκόλ και έναν ξεβαμμένο μπλε μπερέ. Κουβαλούσε μαζί του μια άλλη εποχή…και δύο χάρτινες σακούλες. Γελούσε περίεργα. Και τα κουρασμένα μάτια του κοκάλωναν στον τοίχο πίσω μου, σε εκείνο το αλλοπρόσαλλο γκράφιτι με τα γιγάντια χταπόδια που διεκδικούσαν ένα χαρτονόμισμα των 5ευρώ.
Δεν συμβαίνει συχνά να μου μιλάν έτσι οι άνθρωποι στο δρόμο. Δεν συμβαίνει να μου μιλάν οι άνθρωποι στο δρόμο.
Ήταν απλά μια συνηθισμένη Τρίτη βράδυ.

«Καλά θα είμαι…
                             (Τι λέω!) Καλά είμαι!»




«Είσαι καλά?»
με ρώτησε η μαμά μου, την Τετάρτη το πρωί.

«Είναι 9 το πρωί και τρέχω να προλάβω εργασία που έπρεπε να είχα ξεκινήσει κάτι μέρες νωρίτερα. Τα μάτια μου είναι πρησμένα επειδή είμαι ξύπνια από τις 6 και κόκκινα επειδή επί ένα τέταρτο πάλευα να βάλω τους φακούς μου και όχι επειδή έχω είδος μανιοκατάθλιψης και κάνω χρήση απαγορευμένων ουσιών!»

Χρονοβόρες παρεξηγήσεις…Τραγικά φαντάσματα.
Νου της μαμάς μου σταμάτα να πηγαίνεις πάντα στο κακό! Όβερ.

Μέχρι εκεί μπορώ να κάνω κάτι. Είναι προσωπική δουλεία του καθενός να καθαρίζει τη σκέψη του.
Η Μαρία λέει:
«Βγάλε τα σκουπίδια έξω απ τη ζωή σου, πριν σε βγάλουν αυτά στο τέλος.»

Αποφεύγω τις ήττες. Προτιμώ τις πανωλεθρίες. Μπορεί ναι ανάποδα. Εγώ τους δημιουργώ τις εφιάλτες μου. Σκέψεις είναι όλα.


Λατρεμένη αντικειμενική πραγματικότητα,

καλά να περνάς εκεί που είσαι. Δεν σε φτάνω και δεν θα σε φτάσω. Μάλλον κρύβεσαι από όλους μας. Άτιμη και άδικη. Όμορφα βρώμικα παιχνίδια. Καλά κάνεις, μαζί σου είμαι. Στέλνε μόνο που και που καμία φωτογραφία σου να σε βλέπουμε πως μεγαλώνεις. Μαζί σου είμαστε

Με αγάπη, τα θύματά σου
Υποκειμενικές Μη-Πραγματικότητες.


Τα δεδομένα είναι λίγα. Οι επιλογές είναι αυτές που φτιάχνουν το παιχνίδι.

Ποιος είναι καλά στην τελική? Ποιος είναι ευτυχισμένος…ευτυχισμένος ή χαρούμενος?

Ο Άπος μου είπε χθες:

«Το ίδιο πράγμα είναι. Και άσε τους φιλοσόφους να ψάχνονται με τις χαρές και τις ευτυχίες. Απλά αυτοί δεν θα μπορέσουν να τις βρουν ποτέ. Γιατί είναι χαμένοι στη σκέψη»

«…Και για μένα δεν έγραψες στο μπλόγκ σου!»
(Ουπς)

…Και υποθέτω πως έπρεπε να τον αναφέρω. Μια ιστορία του μισο-ανήκει. Έπρεπε να αναφέρω πως εκείνο το βράδυ στην Αγίου Δημήτριου ήταν κι αυτός μαζί μου στην αναζήτηση της χαμένης τσάντας. Εγώ έψαχνα την τσάντα μου κι αυτός εμένα….όταν τρεκλίζοντας έπεφτα τελικά στο πεζοδρόμιο προκαλώντας στα πόδια μου μελανιές.

Οκ συγνώμη ντρεπόμουν! Τώρα όμως που οι μελανιές στα πόδια μου έχουν φύγει μπορώ ίσως  ν’ αναφέρω πως ήταν δίπλα μου να με συμμαζεύει και να με κρατάει για να μην διασχίζω σαν αγριοκάτσικο τους δρόμους. Είναι πρόβλημα το αλκοόλ τις Τσικνοπέμπτες. Και εκείνες τις στιγμές με μπερδεύει.

«Κόκκινο περνάμε – πράσινο σταματάμε!»

«Έλενα ανάποδα!»

Τα αυτοκίνητα στο Λονδίνο πηγαίνουν ανάποδα. Και ανάποδα έρχονται. Και τότε η Α. φώναζε συνέχεια.
«Έλενα από την άλλη μεριά!»

Θα μου λείψει η απροσεξία μου όταν την αφήσω πίσω. Μάλλον επειδή έγινε κομμάτι μου. Όχι, ήταν κομμάτι μου από παλιά. Την έχω μάθει. Δυστυχώς ή ευτυχώς, μαζί μου μεγαλώνει. Κάποιες φορές γίνεται αδρεναλίνη. Άλλες φορές γίνεται τύψεις. Είναι καθρέφτες μας τα χαρακτηριστικά μας. Και αντίστροφα. Νομίζω ,δηλαδή.

Verstehst du, oder verstehst du nicht?

«Νιξ φαστέν», λέει συνέχεια η γιαγιά μου που δεν κατάφερε ποτέ να μάθει καλά γερμανικά.

Και πάντα γελάω. Πάντα θα γελάω? Κι εγω…

Νιξ φαστέν.