Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

Μια φορά κι ένα όνειρο



Ο Ορφέας είχε πάει μια βόλτα στον Άδη.  Ήθελε να μαγέψει και τους νεκρούς με τις μελωδίες του. Ήταν όμορφες οι μέρες στην κόλαση. Ήταν όμορφη η Ευρυδίκη.

Τους άκουγα να ανταλλάσσουν λέξεις όσο εκείνη βυθίζονταν στα σκοτάδια της. Η Ευρυδίκη τον αγαπούσε τον χαμό της. Ο Ορφέας μισούσε τους κολασμένους. Μισούσε και την Ευρυδίκη που χάθηκε χωρίς να πει τίποτα στους ανθρώπους του φωτός.


-Υποκρίτρια!

-Κι εσύ

-Κι εγώ

-Φεύγω.

-Πάλι;


Tις μέρες χάριζα τα μαλλιά μου στον αέρα. Ήθελα να πιστεύω ότι δεν υπάρχω. Όλα ήταν έτσι πιο εύκολα. Κυλούσαν οι μέρες μακριά απ τα τραγούδια του Ορφέα. Με μάζευαν οι νύχτες σαν νερό απ τις γιγαντιαίες χούφτες τους. Κι εγώ συνέχεια μίκραινα. Και έφευγα. Μου άρεσε να φεύγω.
Τις μισούσα τις βροχές. Μια αναπνοή παραπάνω απ’ ό,τι τον χρόνο. Δυο αναπνοές λιγότερες απ ό,τι εσένα. Όσο θυμάσαι, αν θυμάσαι.



Εγώ που με ξέρεις. Αν με ξέρεις.”



-Μην θυμώνεις, δεν σε ξεχνάω.

-Ποτέ δεν σε ξέχασα.

-Ποτέ δεν με ξέχασα.

-Σε μια γραμμή στημένοι θα κλαίμε για τα λάθη μας.

-Τα δικά σου λάθη.

-Που γίνανε δικά μας.

-Που γίνανε καταστροφές

-Που έγιναν η καταστροφή σου.


-Το νερό στο ποτήρι σου εξατμίζεται ευκολότερα απ’ ότι νόμιζες. Δεν θα μείνω εκεί για πάντα αν μ’ αφήνεις να καίγομαι κάτω απ τη σιωπή σου.
-Αν ήξερες μόνο.
-Αν με άφηνες να γνωρίσω κάτι παραπάνω απ τις καταραμένες μελωδίες σου.
-Οι φωνές σου ήταν καταραμένες. Δεν μ αφήνανε να κοιμηθώ στην άγνοιά μου.
-Για μένα κατέβηκες ή για τις φωνές μου;
-Για τις δικές μου φωνές. Μου έπνιγαν τη νύχτα, δεν είχα άλλη επιλογή. Ήθελα να ζήσει για να μου λέει ιστορίες που ξέχασες.

Ο Ορφέας ξέχασε τη λογική του στον κάτω κόσμο μαζί με την Ευρυδίκη.
Μαζί, του προξενούσαν εφιάλτες για περιπάτους στους νεκρούς. Τους έδειχναν εικόνες οι μελωδίες του. Τους έδειχναν την κατάντια σας. Νεκροί είστε όλοι σας.

-Αν με άφηνες μόνο να ζήσω λίγο παραπάνω απ τις ηλίθιες αναμνήσεις σου.
-Αν μπορούσες μόνο να έχεις λίγη παραπάνω ζωή απ’ τις δικές σου αναμνήσεις.
-Ίσως υπήρχα.
-Ίσως έτσι μπορούσα να σε σκοτώσω μια και καλή. Χωρίς να χορεύεις με την ψυχή μου. Χωρίς να τρέφεσαι απ τις σκέψεις μου.
-Χωρίς να κρατάς τον εαυτό μου.

Η Ευρυδίκη τα κατάφερε και γύρισε κρυφά πίσω, στο φως. Ο Ορφέας αφού κουράστηκε να ταλαιπωρεί τις χαμένες ψυχές, κάθισε να ακούσει τα παρακάλια και τους θρήνους τους. Τις πρόσεχε ευλαβικά κάθε μέρα, για να μην φύγουν. Όσες τολμούσαν να πάρουν το δρόμο του γυρισμού κέρδιζαν το δικαίωμα να ξεκουραστούν μακριά απ τα πόδια τους. Ήταν κοφτερές οι νότες του Ορφέα. Έτσι και οι μελωδίες ταξίδευαν στους δύο κόσμους και άφηναν παντού χνάρια απο παλιά σακατέματα του αφέντη τους. Τα κουβαλάν και σήμερα πολλοί άνθρωποι και η Ευρυδίκη όταν τους βλέπει, γελάει και χάνεται. Πάντα χάνεται.

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Για μια ιστορία



‘Μην ρωτάς τους πληγωμένους για τη μοναξιά. Εμένα θα ακούς. Σπάει και ξαναφτιάχνει. Μην τη λυπάσαι. Κανείς δεν την θέλει. Κανείς δεν την αντέχει’. Έτσι δεν μου λεγες Αρίωνα;

Και πάντα μόνος σου θές να μένεις στο τέλος. Σε βλέπω. Σε ξέρω. Αγκαλιά με δυο προτάσεις . Παρέα με τους πλαστικούς καθρεφτες για ασφάλεια. Σπάει εύκολα η αλήθεια. Αν ήξερες μόνο ποιός είσαι και γιατί...

Ένα κοριτσάκι είναι η μοναξιά. 

Πέντε. Φοράει κόκκινη κουκούλα και σε κυνηγάει όσο τρέχεις. 

Δέκα. Μαζί σου θα είναι όταν δεν τη θες. Ένας μύθος είναι όσο δεν τη νιώθεις.

Δεκαπέντε. Τα δόντια σου φαίνονται τις ώρες που κρύβεται απ την οργή σου.

Είκοσι. Φυλάει τις δυστυχίες που της δίνεις να κρατάει σαν να ήταν δικιές της. Δική σου πάντα.

‘Χαίρω πολύ, εγώ είμαι’

‘Κράτα τις αισθήσεις σου μακρία τους. Κι εγώ τους φοβάμαι, το μυστικό σου είναι δικό μου.’

Φταίνε τα ψίχουλα που τη έριχνες για να μην χάνει το δρόμο. Μονοπάτια για το θανατό της κοντά σου. Σε κοιτούσα τότε. Το μεσημέρι που την ξέθαβες για να την λιώσει καλά ο ήλιος.

Σπάει και σε διώχνει. Μην την ενοχλείς γιατί εκδικείται.

Είναι ο κόσμος σου η μοναξιά. Γυρίζει συνέχεια. Γυρίζει παντού.

Να τη διώχνεις γιατί όταν είναι κοντά σου ξεχνιέται και δεν μαζεύει τα σπασμένα.

Είναι γυναίκα η μοναξιά. Μαζί τρελαίνετε τους δαίμονες σου, σας έχω δει τα βράδια. Ο σαρκασμός σας μου χάιδευε τα βλέφαρα τις ώρες που γελούσατε. Γελούσατε μαζί μέχρι να ξημερώσει. Μέχρι να φύγει και να σε κάνει πάλι ανθρωπάκο.

‘Τα γιατί σου να τα πάρεις πίσω, δεν τα θέλω’

Είναι μάγισσα η μοναξιά. Μου το είπε η όρασή σου ένα μεθυσμένο βράδυ. Και αν σου μιλήσει χαρίζεις τις αναπνοές σου μία μία. Σας έχω δει. Πάντα γελούσατε. Γελούσα κι εγώ μαζί σας.

Σπάει και σε εξεφτελίζει.

‘ ...Ενενήντα, ενενηνταπέντε, εκατό, φτου και βγαίνω’

Στο μυαλό σου είναι η μοναξιά. Μια φορά με βούτηξες κι εμένα εκει στο χάος της μισανθρωπιάς σου. Επιπλέω, δες με. Η μοναξιά σου μ’ αγαπάει. Εσύ είσαι αυτός που μισεί και αφανίζει. Την πονάς πολύ μου είπε μία μέρα. Να την προσέχεις περισσότερο.

Σπάει και σε πληγώνει. Να της λες ιστορίες για να κοιμηθεί, αλλιώς βρικολακιάζει.

Μην της μιλάς, πάντα ψέματα λέει. Χρόνια τώρα σε παραμυθιάζει με τα καλλωπισμένα ευχαριστώ της κι εσύ την ακούς και τη θαυμάζεις. Την τάισες τη μοναξιά σου καλύτερα απ τις τύψεις σου. Μόνο που ξέχασες τα λάθη σου μες το νερό. Λάθη που μουλιάσανε. Πολλά μικρά λάθη που φτιάξανε την καληνύχτα.

Σε βλέπω, σε ξέρω.

Μια καληνύχτα είναι η μοναξιά σου. Τα βράδια σκεπάζεσαι με τους φόβους της και τρέχεις στις γωνίες να σου πει τις προσευχές της. Πόσες απο αυτές ξέρεις απέξω;

‘Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα μπαρ ζούσε ένας άνθρωπος...’

‘Να μην βάζετε ζάχαρη στο ποτό σας κύριε.’

Κρατάει τις καταστροφές σου απ το χέρι και τις πετάει στη θάλασσα για να δει πως τσιρίζουν. Την έχω δει να παίρνει το σχήμα της σωτηρίας τους.

Κράτησε τα βοτσαλάκια που έβαλε στις χούφτες σου για τη μέρα που έλεγες. Τα κομμάτια που σπάσανε κολλάνε με λόγια, θυμάσαι;

Θα ψιθυρίζω στη συνείδησή σου αυτά που ξέχασε.
Σου μιλάνε. Σε μισούνε. Σου μιλάει. Σε μισεί.

‘Και μετά ήταν δύο άνθρωποι΄

‘Σειρά σου τώρα’.


*A. ευχαριστώ πάλι για τις ιστορίες αυτής της εβδομάδας. Εγώ τα σημειώνω. Μην ξεχνάς να γράφεις.

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

Οι λέξεις.


Ήταν γραμμένες στην άμμο έναν χειμώνα που πέρασε. Απο κάποια μάγισσα μάλλον, που καταράστηκε τις καλοσύνες του Απόλλωνα. Μόλις που πρόλαβα να τις διαβάσω πριν τις σβήσει το κύμα. Λέξεις που έγιναν ένα με το κύμα-

"Να τα φοβάσαι τα δελφίνια.


Σε κουβαλάνε πάνω στις σάπιες ράχες τους ώσπου να πιστέψεις οτι σώθηκες.

Δεν το κατάλαβες

Σε έπνιξαν με τα τραγούδια τους.

Η απάντησή τους στις δικιές σου μελωδίες.



Δεν είναι φίλοι σου. Κανείς δεν είναι.



Μη γελάς.

Εγώ γελάω που βλέπω το πτώμα σου να επιπλέει στο νερό.

Ακούγεται όμορφα σαν τα ποιήματα που σιγομουρμούριζες κάποτε.

Δεν με ακούς, αλλα θα σου μιλάω μέχρι να φτύσεις όλη την αλμύρα απ τα πνευμόνια σου. Θα σε θάψω σφυρίζοντας σαν τους δολοφόνους σου. Μην ανησυχείς, δεν θα σε βλέπεις. Θα είσαι μακριά, εκεί στον κόσμο που αποφάσισες να μείνεις. Εκει θα μείνεις



Κι εγώ θα ξαπλώνω στην παραλία με τα συναισθήματα που του τους χάρισες και θα τα λέμε.

Θα γελάμε.

Κανείς δεν θέλει να γίνει ανώφελα χαρούμενος, να το θυμάσαι.

Θα γελάμε μαζί σου.



Ο Αρίων μου λέει να βάλω στη σειρά τις λέξεις μου.

Οι λέξεις δεν είναι στρατιωτάκια. Επιτίθονται όταν πιέζονται. Λένε ιστορίες που ξεσκίζουν το παρελθόν και αχρηστεύουν το μέλλον.

Οι λέξεις δεν γνωρίζουν να με υπακούν. Ποτέ δεν ήθελαν άλλωστε. Οι λέξεις είναι δελφίνια.

Δεν είναι φίλοι σου.

Ξέχνα τα πλάσματα που σε έσωσαν όταν δεν είχες το θάρρος της αυτοκτονίας.

Πρέπει να ξέρεις ν' αγαπάς το θάνατο. Δες με.

Δένεις την αθλιότητά σου με τα σάβανα του Αρίωνα και την κουβαλάς παντού μαζί σου σαν μωρό. Μην την πετάς πάνω μου, έχω αρκετή δική μου. Γίνεσαι αίμα, κινείσαι και ραντίζεις τα μάτια μου. Φύγε. Με λεκιάζουν τα φάρμακά σου. Η αθλιότητα είναι μόνο δική μου που σ' ακούω. Αρίωνα όλοι σκοτεινοί είμαστε. Ο καλός ο κόσμος που ονειρεύτηκες να ζω είναι μόνο στις λέξεις. Στις δικιές μου μόνο λέξεις. Εσύ δεν ξέρεις. Ούτε εγώ.

Ακροβατώ ανάμεσα στους τόνους και τις τελείες. Πέφτω στα διαστήματα. Ο καλός ο κόσμος σκοντάφτει συνέχεια.

Όμορφες τρικλοποδιές της βλακείας μου.

Μετράω τη βλακεία μου στα δάχτυλα των ποδιών σου.

Μετρούσα.



Μην με κατηγορείς που έχασα τους αριθμούς. Και αυτοί λέξεις είναι τι να τους κάνεις;

Να μην το ξεχάσω...

Ο καλός ο κόσμος υπάρχει μέσα στη στη σούπα σου ήδη πρίν την ιστορία της αράχνης. Όλοι αράχνες είμαστε κι εσύ φοβάσαι την τίγρη.

Μίλησα με τη γυναίκα της ιστορίας στο σύμπαν που μου έμαθες. Μου είπε δεν το θελε. Κι αυτή να λυτρωθεί έψαχνε. Ηθελε να εξαγνιστεί μέσα στο καυτό νερό. Ήθελε να σου δώσει το θάρρος της αυτοκαταστροφής που έχασες σε προηγούμενη ζωή.

«Το νερό ήταν όμως παγωμένο, σαν τις λέξεις του»


Μου είπε να σου πω συγνώμη. Δεν στο λέω γιατί ποτέ δεν έχει αξία.

Ο κόσμος είναι καλός για λίγο Αρίωνα. Ο σερβιτόρος θα μείνει άλλη ιστορία.

Δεν θέλω να ξέρω τους καλούς ανθρώπους. Δεν έχουν ταυτότητες και κυκλοφορούν με θηλιές στο λαιμό για να φοβίζουν τις ψυχές. Περπατούν στις μύτες για να μην τους ακούσεις όταν χορεύουν κλακέτες πάνω στα σπασμένα σου δόντια. Έτσι νομίζουν τουλάχιστον.

Ο υποχθόνιος κόσμος σου δεν με τρομάζει. Τις μισώ τις καλοσύνες. Με κάνουν αδύναμη.

Αδύναμη ήμουν πάντα και το ξέρεις.

Και κάτι ακόμα.

Μην κλαίς όταν σε πνίγουν τα δελφίνια. Εσύ τα προσκάλεσες ανάμεσα στα σκέλια σου. Τώρα μείνε να σου τρώνε τα σωθικά. Είναι καλός ο κόσμος... "



Αρίωνα σ' ευχαριστώ για τις ιστορίες.

 Διάβασε κι άλλες δικές του.

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2011

Έτσι γελάς;




Ήταν βιαστικό και κούτσαινε. Δεν πρόλαβα να του πω πολλά.
Δεν λυπάμαι.
Είναι στη φύση του να μένει πίσω.
Όχι για πολύ. Δύο στιγμές
 ώσπου να το αρπάξουν οι ιστορίες του μέλλοντος.


"Δεν ξέρεις.
Στο τελευταίο ραφάκι, σε ένα μικρό ξύλινο κουτί, έκρυψα κάποτε τα τελευταία χαμόγελα μιάς ζωής.

Εκεί με τις άλλες συμφορές της Πανδώρας.

Θυμάμαι ακόμα τις μέρες που τα μάζευα ετοιμοθάνατα απ τους δρόμους.

Χιονισμένες μέρες της άνοιξης.

Τα έπλυνα με σκοτάδι . Οι αναπνοές τους σπαρταρούσαν στα χέρια μου.

Το σκοτάδι καταργεί τα χαμόγελα. Δεν  το ήξερα τότε.

Τα άφησα να σαπίζουν στην καταστροφή που τους προκάλεσα.

Έπαιζα κάθε μέρα με τα χαμόγελα, μέχρι που ξέχασαν να γελάνε.
Ξεχάσαμε

Άδικα με κατηγορείς για λέξεις που δεν γνωρίζω.

Εκείνοι φταίνε.

Τα θηρία των μικρών σκοταδιών δεν βλέπουν τα γυάλινα χαμόγελα και τα σπάνε.


 Πως έσπαγες τα δάκρυα κάποιους καιρούς, θυμάσαι?

Μην μιλάς, δεν θα ακούω τις φωνές σου. Δεν είναι τέτοια η εποχή να θες να χλευάζεις τα τυφλά τους μάτια. Τη ζήσαμε μία κόλαση, δεν χρειαζόμαστε μια ακόμη.

Δεν περνάν οι μήνες όταν οι μέρες ερωτεύονται την ευτυχία.

Άδικα ψάχνεις, δεν είναι πουθενά. Ξεκουράσου.

 Ξέρεις, τα χαμόγελα όταν βγαίνουν έξω με υπνωτίζουν. Δεν τις ελεγχεις τις προθέσεις τους.  Δεν ελέγχεις τις προθέσεις σου.

Σταμάτα να υποφέρεις. Τα βασανιστήριά σου δεν είναι για τα δόντια τους.
Βρες αλλού την κακία που ψάχνεις, εγώ δεν δίνω τίποτα

Στο είχα πει,
Σε εκείνες τις αποδράσεις, ψηλαφίζουν στα κρυφά  τη ζωή μου για να πάρουν μαζί τους ο,τι ίχνος ευτυχίας τους διέφυγε τόσα χρόνια. Δικές μας όλες οι συμφορές.

Μου το είχες πει,
Μη μοιρολογείς τη δυστυχία, είναι μεγάλο αγαθό για να την έχεις ολόκληρη και αληθινή

Ακόμα δεν έμαθα.
Το βλέπω,
Όλα τρέχουν στις στιγμές όταν ντύνεις τα μάτια σου με υποσχέσεις και υποθέσεις.

Και οι νύχτες στέκονται πάντα εκεί να παραμιλούν για τις λογικές που περνούσαν απο μπροστά τους και ποτέ δεν σταμάτησαν.
Ένα γειά κι ένα αντίο είναι οι λογικές, δεν του κλέβεις παραπάνω λέξεις.

Σε βλέπω,
Κι ότι έπλασες στο μυαλουδάκι σου για ετοιμόρροπους κόσμους όλα παραμυθάκια ήταν.
Ένας είναι ο κόσμος και υπάρχει στ’ αλήθεια. Ούτε δικός μου, ούτε δικός σου.
Θα υπάρχει, μην τον καταριέσαι,

όλα θα υπάρχουν και τίποτα δεν θα ζει πάνω απο την αξιοπρέπεια της ήττας.

Στο είπα ξανά, δεν φταίω εγω  που σε ξέχασαν πίσω. Τρέξε να τους προλάβεις αν θέλεις.
Πριν κλείσει το κουτί.
Πριν μεγαλώσεις μικρό χαμόγελο.''

.
Φωτογραφία: Ευχαριστώ Σ.

Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

Καληνύχτα.


Έχει κρύο σήμερα. Φεύγω, πάω πίσω.


Μην πας πολύ μακριά Έλενα. Εκεί ανάμεσα στα βράχια που έσπαγες σαν κοχύλια τις επιθυμίες σου θα σε βρώ.

Και δεν θα σε ψάχνω.


Μόνο θα χάνεσαι.

Και θα χάνομαι μαζί σου.

Αναπνέω ελπίδες που εξατμίστηκαν στις ζέστες. Ξεβρασμένες αποφάσεις που γίνανε κουφάρια.

Πως γίναμε κουφάρια.



Δεν τρέχω πια, κουράστηκα. Μόνο που μένω να φέρνω σβούρες γύρω απο τον εαυτό μου. Μέχρι να ζαλιστώ. Μέχρι να ξεράσω όλες τις εποχές απο μέσα μου και να μείνει το σάπιο μυαλό μου να ραγίζει κατω απο το φως του μεσημεριανού ήλιου. Μέχρι να πέσω κάτω. Μέχρι να μην υπάρχει τίποτα άλλο στον κόσμο απο το χώμα που συγκρατεί τα γδαρμένα μου πόδια.

Στα λεγα, μην πατάς πάνω στα γυαλιά που έσπασες.

Ποτέ δεν άκουγα.

Ποτέ δεν σ’ακουγα.

Να τα προσέχεις τα γδαρμένα πόδια μου. Θα σε κλωτσάνε μέχρι να δουν τη λυτρωτική σου λύπη στο πρόσωπο που διάλεξες να έχεις.

Μη με μεθάς άλλο με τις λέξεις. Κουράστηκα. Οι λέξεις μου τρώνε το συκώτι.

Να τις προσέχεις τις προτάσεις. Σε μαχαιρώνουν όταν τις παραμελείς.

Ζούμε τα μικρόβια των ψυχών που χάσαμε. Μια φορά ανα τρείς μήνες τα ψεκάζουμε με οινόπνευμα μέχρι να αποκτήσουν κι αυτά δικές τους ψυχές.

Ζούμε τα εμπόδια που βάζουμε στα στόματά μας για να μην φτάσουν τις σκέψεις που φοβόμαστε.

Πεθαίνουμε με τις νότες που ακούγαμε τα βράδυα να πέφτουν απο τα κομμένα αυτιά μας .

Μην με παρεξηγείς Έλενα. Έτσι ήμουν πάντα και κακό δεν θα σου κάνω. Μόνο εμένα ξέρω να βλάπτω- ίσως που και που και καμία παροιμία που διάλεξε να με πιστέψει.

Μη με πιστεύεις.

Πάντα ψέματα λέω.

Ένα ψέμα είμαι εκεί στην άκρη με τα άλλα ψέματα.

Να σε πιστεύεις.

Είσαι πολλές αλήθειες.

Εκει στην άκρη με τα άλλα ψέματα που έκανα αλήθειες.



Και θα χάνομαι μαζί σου Έλενα.

Όλοι μαζί θα χανόμαστε στις αποφάσεις μας.

Θα χάνουμε τα λάθη μας στο δρόμο και θα δημιουργούμε άλλα για να χουμε εφόδια.

Εκεί σκόρπια ,πεταμένα στους χωματόδρομους θα τα βρίσκουμε όταν θέλουμε να γυρίσουμε πίσω.

Φεύγω, πάω πίσω

Πηγαίνω να βρω τα λάθη μου πριν τα πνίξει η βροχή.

Και αν δεν προλάβεις ,το χώμα γίνεται λάσπη και τα λερώνει.

Μας λερώνει.

Δεν πρόλαβα την ξηρασία.

Πνίγομαι ανάμεσα στα νερά που πέφτουν.

Στα δάκρυα που δεν πέφτουν.

Ποτέ δεν προλάβαινα.



Γύρισα σπίτι με το νερό της βροχής στα πνευμόνια μου. Γίνεσαι στοιχειό όταν χαρίζεις τις αναπνοές σου στο νερό. Γίνεσαι άνθρωπος σαν όλους τους άλλους. Να θυμάσαι Έλενα. Λίγες ζωές μείναν ακόμα. Φτου κι απ την αρχή. Πάλι απ την αρχή.

Έτσι ξεκινάνε τα φθινόπωρα.

Έτσι υπάρχουν και διαιωνίζονται οι χειμώνες.

Οι δικοί μου χειμώνες.

Εγώ είμαι. Μην φοβάσαι.


Καληνύχτα καλοκαίρι.








Σάββατο 30 Ιουλίου 2011

Ιούλιος


Aπο το κενό πάντα βλέπεις τους ανθρώπους να φεύγουν κρατώντας στο χέρι μια σακούλα πιστεύω κι δυο ψίχουλα δυστυχίας. Πιο χαμηλά δεν πάει, θυμάσαι?



Εκείνες τις μέρες οι άνθρωποι ξεφεύγουν. Περνάνε κάτω απο τα χαμόγελα και διασχίζουν με παγωμένο βήμα τις αποτυχημένες παγίδες που τους έστησες.Οι αναποδες πραγματικότητες περιστρέφονται γρηγορότερα απο όσο υπολόγιζες. Στο αμυδρό φως δεν έχει σημασία ποιος γίνεται χειρότερος απο τον άλλον. Στα σκοτάδια μας όλοι τέρατα είμαστε. Κάποιοι ανόητα στήριξαν τη λύτρωση στο φως του ηλίου.Μην τους πιστεύεις. Φροντίσε μόνο να συγυρίζεις και να χτίζεις ξάνα τα ανθρωπάκια που γδάρθηκαν πάνω στη ανθρώπινη βλακεία. Για να υπάρχει κόσμος. Για να ξαναϋπάρξει κόσμος.


Όλοι ανακυκλώσιμοι είμαστε.

Τα φεγγάρια του Ιουλίου πονάνε περισσότερο απο τ αυγουστιάτικα.


Το σκοτάδι τα τρελαίνει. Γίνονται αρπακτικά. Ακίνητα και άψυχα, έτοιμα να σε κατασπαράξουν. Άπληστα φεγγάρια. Αιωρούνται πάνω απο τα επιτευγματά σου. Χωρίς να το καταλάβω, τα βλέμματα τους είχαν κλέψει τα όνειρα που άπλωσα να στεγνώσουν μετά τις ανοιξιάτικες βροχές. Τα φεγγάρια σε σκλαβώνουν με το φως τους κι εκει που δεν το περιμένεις σε εξαφανίζουν. Τα φεγγάρια είναι επικίνδυνα.


Τα φεγγάρια πονάνε πολύ.

Οι τυχεροί καταλήγουν πάλι να γλείφουν τα πόδια των νεκρών. Έτσι μαθαίνουν να μην ζούν. Να κάνουν τις λέξεις ήχους. Να λατρεύουν την ευτυχία που ποτέ δεν γνώρισαν. Να χάνουν το μυαλό τους εσκεμμένα για να γλιτώσουν.


Να περιμένουν την επόμενη καταιγίδα.

Η ζέστη ανοίγει πληγές στα σώματα και τα ταράζει. Λίγο πριν την καταστροφή σου, μηδενίζονται κι αυτά. Μη χαθείς έτσι. Παραδώσου στις πολύχρωμες δίνες τους.


Σε αφανίζουν όμορφα.


Παλεύω ν' ακουστώ μέσα απο τα προσωπά. Τα ακολουθώ και μαζί θριμματίζουμε λίγο λίγο τ' απομεινάρια του χαρακτήρα μου. Δε φοβάμαι. Με έχω μάθει. Το έχω μάθει.


Τα βράδυα του Ιουλίου όλα καταστρέφονται μελωδικά.

Καταστρέφονται όμορφα.

Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

Η2Ο


Είναι κρίμα τα βιβλία να λιώνουν στο νερό της βροχής. Έλενα μην τα ξεχνάς στο μπαλκόνι.


-Εσύ τι έκανες φέτος?

Οι λάμπες φθορίου ξέρουν καλά να αποστειρώνουν τις περιπέτειες της ημέρας. Αφού εξαγνιστούν, συνθλίβονται πάνω σε μισογκρεμισμένους πύργους που εμποδίζουν το δρόμο προς τη θάλασσα.

-Εσύ τι έκανες φέτος?

Συνήθιζα να κάνω λίστες. Λίστες με ψώνια ,λίστες με τραγούδια, στόχους, προσωπικά ανόητα επιτεύγματα, όνειρα, καταστροφές. Λίστες με τους εαυτούς μου και τις μορφές που παίρνουν.

Ήθελα να περπατήσω στη βροχή. Να λιώσω κάτω από την βροχή σαν τη ζάχαρη που εξαφανίζει ο καφές μου.
Η βροχή απολαμβάνει να με τρομάζει. Η βροχή είναι δύσκολη. Η βροχή σε παγώνει. Αρρωσταίνει. Και όταν το νερό πέφτει από τα άγνωστα μου πουθενά, οι γελωτοποιοί βγαίνουν σε κοπάδια για να ξεδιψάσουν.

Πάντα με φόβιζαν οι γελωτοποιοί του δρόμου. Αν τους κυνηγήσεις θα σκοντάψουν πάνω στο λαχάνιασμά σου. Έτσι είμαστε.
Χάρισε μου μια αναπνοή και θα σου χαρίσω δύο

Η ανθρώπινη αδυναμία εύκολα στριμώχνει τα βλέμματα μας σε αδιέξοδες σπηλιές. Το οξυγόνο εκεί εξαντλείται υπερβολικά πολύ γρήγορα.
Μάθαμε σωστά να σκοντάφτουμε. Αυτό μετράει.

Όποιος αντέξει ξαπλωμένος στα σπασμένα γυαλιά κερδίζει έναν εαυτό.

Μέχρι εκεί φτάνει ο δρόμος.

 Ύστερα πρέπει να σκάψεις καινούριο.
Μην αργήσεις, θα σε προσπεράσει η ώρα

Τα νύχια ματώνουν και τα μάτια θολώνουν.
Αυτό δεν λέγεται προσπάθεια. Λάθος ορίστηκε η ανάγκη επιβίωσης.

Σκάψε καλά. Τις άχρηστες ποσότητες άμμου να τις κάνεις καστράκια. Αυτά θα ζήσουν περισσότερο από σένα. Πες από μέσα σου την άλφα βήτα. Στο Ωμέγα βγαίνεις. Αν βρεις τα χαμένα σου παρόντα θα χρειαστείς βοήθεια να τα κουβαλήσεις ως το ποτάμι. Η φυσική λέει ότι οι πέτρες δεν επιπλέουν.

Μην πιστεύεις το μέλλον. Παίζει άσχημα παιχνίδια

Μην μπλεχτείς με τα παιχνίδια του χρόνου.

…Μοιάζουν ανούσια στη διάσταση που όλα σε σπρώχνουν προς την αντίθετη πλευρά του γκρεμού.

Τίποτα δεν σε περιμένει. Ποτέ δεν σταματάμε. Με τρελαίνουν τα δευτερόλεπτα. Μου σακατεύει τις ιδέες η στιγμή που δεν θα υπάρχω ποτέ ξανά. Όσο κι αν μάθεις να στέκεσαι στα δυο σου πόδια, αναπόφευκτα θα πέσεις κάποτε. Η ανθρώπινη φύση δεν χαρίζει. Θα χαθούμε.

Είμαι δειλή, το ξέρω. Ζω σε ψεύτικους κόσμους και χαίρομαι να χάνομαι στο παρόν, σε παρόντα που πατώντας pause μπορείς να ξεκουραστείς, σε καταιγίδες που το νερό τους ποτέ δεν σε φτάνει. Ζω σε στιγμές που εξατμίζουν την Έλενα. Κάνω ελεύθερη πτώση μόνο όταν η βαρύτητα με τραβάει προς τα πάνω. Μου αρέσει να φωνάζω δυνατά. Φωνάζω για μένα και τον κόσμο. Ουρλιάζω χωρίς φωνή. Σαν εκείνα τα όνειρα που θέλεις να ξεφύγεις από τον εαυτό σου αλλά ποτέ δεν ακούγονται οι εκκλήσεις βοήθειάς σου.

Είναι πολλές οι φωνές

Τις βλέπω τις φωνές μου. Ο καιρός τις αλλάζει όπως αλλάζει εμένα. Κάθε πρώτη του μήνα τις αφήνω να ξεκουραστούν στα μπουντρούμια τους. Μετά βγαίνουν και κλαίνε γιατί χάνονται στον κόσμο. Μας καταστρέφει ο κόσμος . Και πάντα νικάει στις λέξεις.

Οι λέξεις τους ξέρουν να σέρνονται στο σκοτάδι.

Κάθε βράδυ μαζεύω τις σιωπές μου σ’ ένα συρτάρι και τις τραγουδώ παράφωνα μελοποιημένες ιστορίες. Τους τραγουδώ πως πέθαναν και πως οι μυστήριες σκιές με τα μαχαίρια τις περιμένουν στην γωνία κάθε πρωί που τις διώχνω μακριά μου.

Νανουρίζονται και κοιμούνται. Μια φορά η μικρότερη μου είπε ότι ονειρεύεται το διάστημα. Μου είπε βλέπει σαπισμένα φεγγάρια από ροκφόρ όταν κοιμάται.  Μετά τρομαγμένη τρέχει και κρύβεται στο Βεζούβιο. Πέρασαν αιώνες από την έκρηξη το ξέρει, αλλά η φύση ξέρει πάντα να χαρίζει δόσεις λάβας στους ψεύτικους φίλους της

Όσο τα χρόνια περνούσαν εθίστηκαν τα πάντα στην καταστροφή. Τους δίνει την ένταση που εγώ δεν έδινα ποτέ. Τους δίνει τις κραυγές του κόσμου που εγώ ποτέ δεν άκουγα.

Οι κραυγές κουράζονται εύκολα.

Στο τέλος της νύχτας συρτάρι κλείνει μόνο του και βυθίζεται γαλήνια στο πηγάδι με τις λάσπες.

Και οι λάσπες ξαναγίνονται βροχή.
Ανακύκλωση

Οι σιωπές ανακυκλώνονται εύκολα.
…και οι άνθρωποι.

Κυριακή 1 Μαΐου 2011

Scrabble



Τον άλλο μήνα μην ξεχάσεις να βάλεις τα λευκά να μουλιάσουν στην χλωρίνη για μισή ώρα. Και να το πετάξεις εκείνο το παλιό πλυντήριο. Λερώνει η σκουριά. Λερώνει και η λάσπη..

Η Τζο έβαζε ακατάστατα τα τσαλακωμένα της ρούχα στην παραφουσκωμένη ντουλάπα του κόκκινου δωματίου.
-Γιατί δεν τα διπλώνεις?
- Τα αφήνω πάντα έτσι αραδιασμένα μες την ντουλάπα Τα ρούχα θέλουν να ναι ελεύθερα, δεν θέλουν καταπίεση.. Και οι λέξεις , να το ξέρεις.

Τα λόγια είναι ελεύθερα. Πετάνε πάνω απ τα κεφάλια μας και δημιουργούν θανατηφόρες δίνες. Μην πέσεις μέσα θα πεθάνεις πάλι. Ακόμα δεν βαρέθηκες?

Άδικα το εξηγώ τόσες φορές. Η αναπνοή μου ποτέ δεν καταλαβαίνει τους κανόνες.


Θα σου μάθω ένα παιχνίδι
Μην κουραστείς ακόμα.
Μην κουραστείς ξανά
Στο τέλος θα αφήσουμε τις λέξεις να πεθάνουν ελεύθερες

Είναι ωραίο το παιχνίδι. Θα με νικήσεις εύκολα.

Βήμα πρώτο.
Κλέβεις εφτά σημεία στίξης και τα πλένεις προσεκτικά με κρύο βρώμικο κρασί. Το καθαρό τους φέρνει ζαλάδες, σημείωσε το κάπου.

Βήμα δεύτερο.
Συγκεντρώνεις τις νεκρές παραισθήσεις που γνώρισες στον ύπνο σου και τις βάζεις γύρω από ένα τετράγωνο τραπέζι. Μία θέση πρέπει να μένει κενή. Δεν επιτρέπεται να βλέπεις το ταμπλό ανάποδα. Δικαιωμένα αδικημένη. Είναι μεγάλο για σένα το πλεονέκτημα της σωστής οπτικής. Σε εξαπάτησαν όμορφα.

Βρες τις λέξεις. Βρες μια λέξη.
Ή απλά μίλα
Σκέψου.
Πρόσεχε το χάος σου

Σου λείπουν εφτά γράμματα. Μην βασίζεσαι στις λέξεις. Θα είναι ανάπηρες για να γίνει σωστά το παιχνίδι.
Θα μπαίνουν μπροστά σου και θα φτιάχνουν προτάσεις. Μην τρομάζεις. Θέλουν μόνο να  παίξουν, λίγο πριν λήξουν.
Θα τρέχουν ευτυχισμένες και θα σκοντάφτουν πατώντας τα λυμένα τους κορδόνια. Μην τις βοηθήσεις. Δεν κλαίνε
Θα κοιτάζουν τα σύννεφα και θα περιμένουν εξιλέωση. Μην τις λυπηθείς. Αυτές θα φταίνε

Βήμα τρίτο.
Σημαδεύεις  στη σειρά τις λέξεις με μαύρο μαρκαδόρο. Άσε μόνο μία να ξεφύγει για να ταράζει τις υπόλοιπες. Κάποτε το δοκίμασα. Με περικύκλωσε εκείνος ο γνωστός ήσυχος θόρυβος. Οι πιο γρήγορες ανατινάσσονται με επιφωνήματα. Είναι ευαίσθητη η ακοή τους, δεν αντέχουν να ακούν ξεψυχισμένα θαυμαστικά.

Πριν λιποθυμήσουν μαρτυρούν τις προτάσεις που τις εξόρισαν. Αφού πάθουν ασφυξία από τις αναθυμιάσεις είναι υποχρέωσή σου να μπερδεύεις τα γράμματα. Ένα για κάθε στιγμή που περνάει. Μάθε να ανακατεύεις τις στιγμές. Και να ακούς, μη φοβάσαι. Λόγια είναι , χάνονται πριν από σένα.

Ψάξε τις άτιμες προτάσεις.
Ψάξε και παγίδεψέ τες.
Ψάξε. Πρέπει να σου πουν το μυστικό τους


-Μη μου κλέβεις τα γράμματα Έλενα.
-Σε λίγο θα στα δώσω πίσω.
 -Ποτέ δεν μου τα δίνεις
-Θέλω μόνο να κερδίσω
-Τότε βρες μια λέξη και βάλτην στο ταμπλό

Θέλεις να σου μάθω τους κανόνες?
Τους ξέρω τους κανόνες. Δικοί μου είναι
Το παιχνίδι δεν ξέρεις.


Βήμα Τέταρτο

Χάος: λέξη τριπλής αξίας.

Όταν τα γράμματα σου γίνονται λιγότερα από εφτά, αναζήτησε νέα στο κουτάκι με τις αγέννητες ελπίδες. Αν δεν σε βλέπουν πάρε τις καταλήξεις από τις λέξεις στο τραπέζι. Τελειωμένες είναι από καιρό. Μόνο εσύ ενοχλείσαι για λίγο. Οι βαθμοί του αντιπάλου δεν αναιρούνται .Είναι ήσυχα τα παιχνίδια της ημέρας

Το παιχνίδι δεν ήξερες.



«Λογική είναι το θάρρος του να παίρνεις ωμές αποφάσεις»
,παράκουσα μια μέρα σ’ ένα μπαρ.

Κανείς δεν σου κλεψε τα γράμματα. Έτσι πάει η λογική
Μόνα τους έρχονται σε μένα για να μην νικήσεις ξανά. Όταν χρησιμοποιείς άγνωστες αισθήσεις, να το ξέρεις, αποκλείεσαι.

-Αποκλείεσαι
-Αφού δεν κοιτούσες! Δεν το απαγορεύουν οι κανονισμοί σου
-Δεν τους έμαθες ποτέ τους κανονισμούς μου
-Αφορμές να εγκαταλείπεις το παιχνίδι.
-Πάμε ξανά. Μια ακόμη παρτίδα.
-Όταν μάθεις να χάνεις θα σου μάθω και να κερδίζεις, όπως κερδίζω πάντα
-Όπως δεν κέρδισες ποτέ.
- Να γράφεις προσεκτικότερα της οδηγίες σου.
Να κοιτάς τις λέξεις.
Κανείς δεν σου κλέβει τα γράμματα

Fair play

Βήμα Πέμπτο
Δεν είναι κακό να εγκαταλείπεις που και που το παιχνίδι. Το ταμπλό σιγά σιγά γεμίζει και δεν χωράν άλλες λέξεις ,μόνο άρθρα και ακαταλαβίστικες συλλαβές

Ξέρω τι κάνω. Χωρίς άρθρα δεν γίνονται οι προτάσεις. Λάθος τα έμαθα όλα.

Η αναπνοή μου με κυνηγάει κάθε μέρα. Και πάντα κερδίζει στο παιχνίδι. Σε παρασύρει εύκολα η ήττα.



-Πρόσεχε! Χαλάς τις λέξεις!
-Π Ρ Ο Σ Ε Χ Ε …λέξη διπλής αξίας…32 βαθμοί.

Π  Ρ  Ο  Σ  Ε  Χ  Ε
                 Α
                 Ο
                 Σ

-Σειρά σου

Π  Ρ  Ο  Σ  Ε  Χ  Ε
                 Α
                 Ο
                Ε   Σ  Υ

-Τι εγώ?
-Σειρά σου.
-Λέξη τριπλής αξίας .12 βαθμοί
-Γιατί το εσύ σου να αξίζει περισσότερο από το εγώ μου ?

-Ε Γ Ω. 8 βαθμοί.  
Γιατί συνδέεται με το χάος σου.

Το χάος σας. Και παίζουμε κάθε μέρα με τις λέξεις και τα  γράμματα

Το χάος σας. Λερώνεται κάθε μέρα απ τις λέξεις και τα γράμματα

Πρόσεχε το χάος σου απ τις λάσπες της ντουλάπας. Δέστο μ’ ένα σκοινί και τράβα το με δύναμη όπως τραβάς τις ρίζες σου απ το χώμα.

Όταν πονέσει αρκετά, βάλτο σε ένα κλουβί και ξέπλυνέ το καλά. Μην φοβάσαι το βρώμικο νερό. Αν το εμπιστευτείς μπορεί και να σ’ αφήσει να κοιτάξεις μέσα του

Πρόσεχε το χάος σου.
Προσέχω το χάος μου. Είναι πιο καθαρό από την αξιοπρέπειά μου.
Φταίει που είναι άσπρο και λερώνεται εύκολα .
Φταίει που το άφησατε να κυκλοφορεί ελεύθερο
Φταίω κι εγώ λίγο που το άφησα να ριζώσει.

Είναι δύσκολο το παιχνίδι
Φταίει και η ήττα που είναι ανεξίτιλη

Κυριακή 10 Απριλίου 2011

Να μετράς.


Την άλλη μέρα το πρωί βρήκα στο δρόμο δύο ψεύτικα φτερά. Τα είχε λιώσει ένα πράσινο Toyota.

Τρέξε κι άλλο, απέχει πολύ ο κόσμος. Φύγε μακριά μικρό μυαλό μου.
Θέλω να κολυμπήσω πιο ψηλά. Να αγγίξω τον ήλιο. Όταν λιώσουν τα φτερά μου θα ξεντυθώ και θα βουτήξω στο φώς πριν προλάβει να με κάψει ζωντανή. Ο Ίκαρος δεν ήξερε. Ας βασανίζεται μονάχος ξαπλωμένος στον βράχο που κρατάει τον σπασμένο του λαιμό. Έτσι τον βρήκαν μια μέρα.

-Πως θα μετρήσεις τις σταγόνες της βροχής μου λες?
-Θα τις γράφω στον ώμο μου για να μην ξεχνάω.
-Μα δεν ξέρεις να γράφεις
-Θα τις γράφει άλλος
-Η νερομπογιά διαλύεται στο νερό της βροχής.
-Δεν μετράς τις σταγόνες με νερομπογιά ανόητη!
-Τι ξέρεις εσύ από μέτρημα?
-Μετρούσα τα χρόνια.
-Άλλο οι σταγόνες. Δεν θα προλάβεις να τις μετρήσεις όλες.
-Καμία δεν σβήνεται. Καμία δεν χάνεται.

Ο κόσμος γυρίζει γρήγορα. Σταματάει που και πού. Ανά δεκαέξι τρένα μου είπαν. Μόλις περάσει και το δέκατο πέμπτο μπαίνουν στα εγκαταλελειμμένα βαγόνια οι μουτζούρες και τραγουδάνε ξεχασμένες καντάδες.

-Παρακαλούμε κατεβείτε. Απολογισμός υλικών καταστροφών.
-Έσπασα δύο πλευρά και πέντε δόντια
-Τι χρώμα?
-Ορίστε?
-Τι χρώμα έχουν τα σπασμένα?
-Είμαι τυφλή.
-Παρακαλούμε κατεβείτε. Απολογισμός υλικών καταστροφών.

Ανακυκλώνομαι κάθε τέσσερα βήματα. Δεν πονάει έχω μάθει. Πρώτα κόβω το κεφάλι μου και μετά το πουλάω για ένα καινούριο. Δεν κρατάει πολύ η φθορά. Και όσο μεγαλώνει ξέρει να γίνεται αόρατη. Πρέπει να την σκοτώσεις πριν σ’ εξαφανίσει μαζί της. Προς θεού μην την αγκαλιάσεις, θα σε συνθλίψει στα μεταλλικά της χέρια.
 
Πρέπει πρώτα να μάθεις να κάθεσαι για καφέ στην ηλεκτρική καρέκλα για να μπορείς να ξεχωρίζεις το πάνω με το κάτω.
Πρέπει να ξέρεις να διαβάζεις τα "βοήθεια" της καταστροφής για να κάψεις τα χέρια σου στο φως του ήλιου.
Πρέπει να αρχίσεις να καταλάβαίνεις τις στιγμές που οφείλεις κερνάς υδροκυάνιο στα μάτια σου. Στην υγειά μας.

Δεν φοβάμαι. Όταν χάνω το φώς μου βρίσκω καινούριο. Ο Ίκαρος μου έμαθε πως ν’ αρπάζω τις πυγολαμπίδες από τις φωλιές τους και να τις θάβω ζωντανές στα μάτια μου. Όταν εκείνες έχουν εφιάλτες, έχει και η όρασή μου. Την ακούω που και πού να ουρλιάζει κλαίγοντας απεγννωσμένα. Είναι που προσπαθεί να διώξει τις εικόνες. Στα μάτια μου αρέσει πολλές φορές να μένουν τυφλά.

Είναι οι φορές που γελάνε ασυνείδητα.

Ξεχνάω εύκολα. Φταίει που ζω στα υπόγεια με τριάντα εφτά βαλσαμωμένες αναμνήσεις. Όταν ματώνουν και σαπίζουν , ο κόσμος μου νυστάζει. Τον αφήνω να σβήσει για λίγο και να κοιμηθεί. Το πρωί φτύνω τα λησμονημένα υπολείμματα των νυχτερινών θανάτων και ξανακοιμάμαι μέχρι να ξεκουραστώ. Κάθε πρωί ξερνάω την ψυχή μου στους τοίχους.
Μετά βρίσκω άλλη.

Ο Ίκαρος είχε ξεχάσει να μου πει πως όταν χαθείς μία φορά στο λαβύρινθο, χάνεσαι και δεύτερη.

«Πιστέψατε πως ο ήλιος καίει, παράλογοι άνθρωποι. Έτσι γίνεται πάντα. Όταν κάνουμε μονάρχη την παγωνιά, η ζέστη μεταμορφώνεται σε κόλαση.»

«…Και μαλώνουν μεταξύ τους.»

Κλείσε το παράθυρο, κάνει ρεύμα.

-Δεν υποφέρεις χωρίς την όρασή σου?
-Όχι εγώ, εσύ.

Έπρεπε να είχα αφήσει τα μάτια μου ελεύθερα. Τα ζαλίζει το πολύ φως. Δεν ήξερα.

-Τι έπαθε ο ώμος σου?
-Η βροχή χαράζει τις σταγόνες της στο δέρμα μου. Θέλει να αφήνει ίχνη για τα παιδιά της που χάνονται στο χώμα. Θέλει να μας θυμάται. Μετά μετράς τις ουλές σου…
…Καμία δεν σβήνεται. Καμία δεν χάνεται

-Δεν το ήθελα. Σε λυπόμουν.
-Κι εγώ
-Να μετράς τις ουλές σου. Καλησπέρα.



Τετάρτη 6 Απριλίου 2011

Περπατώ, περπατώ εις το λάθος.


Περνούν τα χρόνια Έλενα και γερνάς. Έλενα σταμάτα. Ξεκουράσου. Δύο στιγμούλες μόνο. Μία για μένα την αληθινή και μία για μένα την ψέυτικη.Ευτυχώς που αφού ξέβαψα ξανθά τα μαλλιά μου, οι μπάρμαν σταμάτησαν να με ρωτάνε αν είμαι όντως 18.


Δολοφόνησα πέντε χελιδόνια που έκαναν διάλειμμα απο το πέταγμά τους. Ήμουν μεγαλύτερη τότε.

Και ξυπνάω πάλι απ την αρχή. Η τρίτη μου κατάρα. Η πρώτη είμαι εγώ και η δεύτερη το "είναι" μου.

Συνειδητοποιώ. Το ξέρω.
Κάτι παραπάνω από αρκετά. Αρκετά για να περνάει ο χρόνος.

Ξύπνα πολύ κοιμήθηκες
Και αρκετά περνάει ο χρόνος.

Φέτος, για μια ακόμη φορά ξέχασα να βγάλω έγκαιρα τα Μάρτη μου.

Μάρτης: Ερυθρόλευκο βραχιολάκι που φοράμε το μήνα Μάρτιο για να μην μας καίει ο ήλιος. Κι αυτό γιατί λένε τα λαϊκά πράγματα «Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκάφτης.» (ακόμη δεν έχω καταλάβει πως σχετίζεται το συγκεκριμένο απόφθεγμα με τον ήλιο που καίει ) Μάρτη φοράω κάθε χρόνο από τότε που γεννήθηκα. Και για κάποιο λόγο πάντα ανυπομονούσα να φορέσω το μυστηριακό-«ξεδοντιάζω τον κακό ήλιο» βραχιόλι. Έβαζα στοιχήματα με τον εαυτό μου, πόσο θα καταφέρω να κρατήσω το μάρτη τυλιγμένο στο χέρι μου. Προσωπικό Ρεκόρ: Μήνας Αύγουστος. Μετά οι κλωστούλες κόβονται από μόνες τους.
Μετά αποφάσισα να γίνω μεγάλη. Έτσι για να τους σπάω τα νεύρα.Γιατι δεν είχα άλλα δικά μου να σπάσω.

Κόντρα στο ρεύμα. Έτσι είμαι. Έτσι ζω.
Μετά οι κλωστούλες κόβονται από μόνες τους.

Έβαζα συχνά στοιχήματα.
Βάζω συχνά στοιχήματα.

Είναι εξαιρετικά ενοχλητικό να σε προλαβαίνουν οι κομπίνες των άλλων προτού προλάβεις να γραπωθείς απ' την πνοή της μάχης

Έβαζα στοιχήματα και έπαιζα αγώνες

Εγώ και το μέλλον μου σφαζόμασταν σε μοιραίες χρόνιες μάχες.
Το παρελθόν έρχεται με το μέρος μου. Το παρόν είναι το ρουφιανάκι. Θα το ‘χαμε μάθει τόσα χρόνια , αλλά μεταμφιέζεται. Είναι αθάνατο το μπάσταρδο.

«Ψάξε,ψάξε ,δεν θα το βρείς»

 Με εκβιάζει. Χωρίς αυτό δεν υπάρχω.

Δεν θέλει τίποτ’ άλλο. Ο πόλεμος του φτάνει.

Εθισμένο στην αδρεναλίνη. Έπρεπε να το πρόσεχα από παλιά. Εγώ του δίνα τη δόση του. Δεν το κατηγορώ. Σταμάτησα ν αποδίδω ευθύνες. Στον δικό μου πόλεμο κανείς δεν φταίει.

Κι όλοι πονάνε
Ιδέες δολοφονούνται, μάτια βγαίνουν και στιγμές ακρωτηριάζονται βίαια από διαβολικούς ανέμους που στέλνουν υποχθόνιες κακόβουλα καλοσυνάτες ιέρειες. Μέχρι που τα δέρματα γδέρνονται άσχημα και ανεπανόρθωτα. Το μέλλον τ’ αποσύρει σε ακατονόμαστες σπηλιές, και λιώνουν κάνοντας παρέα σε άλλα δέρματα που τεράστια εξωτικά φίδια είχαν εναποθέσει εκεί κάποτε.
Δεν τα φοβάμαι τα φίδια.

Τους ανθρώπους τους φοβάμαι περισσότερο.


Οι κλωστούλες του Μάρτη πρέπει να κοπούν τον Απρίλη και η σωρός του βραχιολιού αναμένεται με καλή διάθεση να τοποθετηθεί σε σκεπή ,απαραιτήτως αποτελούμενη από κεραμίδια.
Ο λόγος: Τα χελιδόνια, συλλέγουν τις κλωστές πτώματα για να φτιάξουν τις φωλιές τους

Πώς πλέκουν τα χελιδόνια τις φωλιές τους?.

Αν υπήρχαν πλεκτές φωλιές για τις αισθήσεις μας…

Πως ζεσταίνεις την ευτυχία για να μην πεθάνει στο δευτερόλεπτο? Είναι άδικο να πεθαίνουν οι ευτυχίες από κρυοπαγήματα. Είναι εύθραυστα τα χαμόγελα. Είναι γυάλινα τα συναισθήματα.

Τώρα χαμογελάω.                      Τώρα όχι.

Γιατί δεν νιώθω παραπάνω τη στιγμή. Ελαττωματική ισορροπία. Προσπάθησα να βάλω την ευτυχία μου δίπλα στο τζάκι να κουρνιάσει. Μόνο για να ζήσει, τίποτα παραπάνω δεν θα της έδινα, το ορκίζομαι. 
Και πήρε φωτιά.

Κοίτα λίγο ψηλά. Είμαι το ανόητο παιδάκι που σου πετάει κεραμίδια στο κεφάλι.
Πίστευα πως αν χαμηλώσουν οι σκεπές τα χελιδόνια θα φτάσουν πιο γρήγορα τα όνειρά τους.
Αφού δεν είναι οι άνθρωποι , ας είναι αυτά ευτυχισμένα.

Ακόμη δεν έμαθες. Οι σκεπές δεν χτίζονται στο χώμα.

Πρόσεχε τους χειμώνες.

Κάθε Απρίλη θα είμαι το παιδάκι πάνω στις σκεπές που τους πετάει κεραμίδια.
Κάποιες φορές ίσως ζηλεύω τα χελιδόνια λίγο παραπάνω απ όσο έπρεπε.
Μη ελεγχόμενη κακία.
Δικαιολογούμαι. Πρωταπριλιά, δεν θα με μάθεις.

Πρέπει να πετάξω τη σωρό σε μια σκεπή.
Πρέπει να βρω μια σκεπή με κεραμίδια.
Μετά κόβεις τις κλωστούλες από μόνος σου.


Χωρίς εμπόδια πως θα ζήσεις και τι θα είσαι?



Και κάπως έτσι έμεινα απέξω.Έξω απο μένα. Έξω απο δω.
Δεν παραπονιέμαι.
Πρόσεχε και τα καλοκαίρια. Ο ήλιος καίει τα καλοκαίρια.
Και δαγκώνει αν δεν φοράς το μάρτη σου.