‘’
Σε ξεδιψούν οι τύψεις. Έχει πλάκα να τις βλέπεις να λιώνουν μες τους φόβους.
Η Βον λέει όμορφες ιστορίες τις μέρες που κοιμάται. Βαριανασαίνει πάνω τους.
-Δεν θέλω να τις χάνω. Δεν θέλω να φεύγουν.
Τις μαγευεί τις ιστορίες της με τ’ οξυγόνο που δεν προλαβαίνει να κρατήσει για την ψυχή της.
Είναι μικροσκοπική η ψυχή της, μου είπε.
Ο κύριος με το θαλασσί σκουφάκι ακροβατούσε μεταξύ τρέλας και αλήθειας. Δυσκολεύομαι να διακρίνω πότε αυτά ταυτίζονται.
-Τις ξέχασα στο σπίτι τις τύψεις που σου χα κρατημένες.
-Θα έρθω και θα ψάξω.
-Θα σε βρω και θα στις δώσω.
-Όχι όλες, δεν τις αντέχω.
-Δεν σε αντέχω.
Μου τη δίνει να πατάς πάνω στα πόδια μου όταν παλεύω να σταθώ πάνω τους. Σου χα πει μην μ’ εμποδίζεις να περπατάω πάνω στα γυαλιά μου.
-Πως την λένε αυτήν την κυρία;
Κι όσα δεν ξέρεις, δεν θα μάθεις.
Όσα δεν είδα, δεν θέλω να τα δείς. Να τα κοιτάζεις μόνο φευγαλέα, για να μου δίνεις τις εικόνες που πέταξες στα παλιά σου συρτάρια.
-Δεν ξέρω.
- Που πηγαίνει και δεν ξέρεις;
Να μιλάς στους τρελούς που σε κοιτούν στο δρόμο.
Να μιλάς στα τραγούδια που ξέχασες και σε καλούν πίσω σαν σειρήνες. Είναι όμορφες οι σειρήνες.
Είναι γλυκιά η ανάσα τους, μυρίζει μανταρίνι.
Ξεφλουδίζονται οι ψυχές μου είπε μία μέρα η Λένα.
Ξεφλουδίζονται οι άνθρωποι.
Ξεφλουδίζεσαι στους φόβους. Δεν γλιτώνεις, μην τους κρύβεις στη βαλίτσα.
-Θα τα φάνε οι κοριοί και το ξέρεις. Θα τα φάνε οι αποφάσεις και οι αδυναμίες . Θα τα βρούν τα ίχνη σου και θα τα σβήνουν όπως εσύ ξέχασες.
-Όσο εσύ ξεχνούσες.
Κοιμούνται τα ‘μπορώ’ σου, κι όσο ξεκουράζονται μικραίνουν. Μην τα αγνοείς, θέλουν φροντίδα. Ατροφικά πλάσματα της συνειδησής σου σου είναι όλα.
-Τους δαίμονες σου να τους πάρεις πίσω τ’ακους;
-Δεν μπορώ.
-Όλοι δικοί σου είναι
-Δεν θυμάσαι καλά.
-Μου χρωστάς μία παρτίδα σκάκι.
Μέρες που χάριζα τα τέρατα μου. Στα έδινα ένα ένα να τα ξεσκονίσεις κι εσύ φτερνιζόσουν. Κλείσε τα μάτια σου επιτέλους, ξεραίνουν τους πόνους όλη μέρα ανοιχτά. Ξεραίνουν τους καπνούς που βγάζεις απ το στόμα σου. Τους δινουν μορφή και γίνονται άνθρωποι
Κι έτσι φτάσαμε στην ήττα.
Νύχτες απο παραισθήσεις. Μέρες που ξημέρωναν τα βράδια. Όλα δικά μας ήταν χωρίς να μας ανήκουν.
Σε ήξερα και σε κοιτούσα. Πάλευα με τις αδυναμίες σου για να μην με τυλίξουν,
για να μην με τυλίξεις.
Η αδιαφορία σου, δική μου.
Τα λάθη σου σου δικά μου. Για τις βλακείες μας εγω φταίω, σου πα να μην τις αφήνεις στο ηλίθιο μπακαλόχαρτο που κρατούσες για να γράφεις τις ζωές σου.
Σφάζεις τις μέρες και τις νύχτες μου χωρίς να ξέρεις το γιατί.
Εναντίον ποιανού έρχεσαι; Αρκετά με τον εαυτό σου.
Με κούρασαν οι μάχες σας
-Πόσο αίμα σου μεινε για να τα παρατήσεις;
-Όσο οξυγόνο ξοδεύεις τα βράδια για να πνίγεσαι με τα ίδια σου τα χέρια.
Δεν με νοιάζει να σου δώσω καμία απάντηση.
Με νοιάζουν οι θάλασσες που έχασα στις κόκκινες ιστορίες σου.
Με πειράζουν τα χαμόγελα που πέταξα στην ανακύκλωση για να σου κάνουν κακό.
Ήταν μέρες που κάναμε βόλτες στη μεγάλη πόλη αγκαλιά με τις μεγάλες γκρίνιες. Τις είπα πάρει μαζί μου, δεν ήθελα να στο πω για να μην χάσεις τις ευθύνες σου.
Τις θέλω τις ευθύνες σου να τις κρατάς για σένα. Αν έχεις μόνο δώσε μου δύο παράπονα γιατί δεν μου περισσεύουν. Οι εαυτοί μας είναι βήματα. Σε χτίζουν και με χτίζουν για να πέσουμε πάλι. Πάντα μαζί πέφταμε θύμασαι;
Στο είχα πει,
ό,τι και αν κάνεις, θα καταστρέφω τους εαυτούς μου καλύτερα απο σένα.
Δεν πρόλαβες, έφυγαν τα παραμύθια.
Μένουν δύο ψέματα.
Κάτι δικό μου να με θυμάσαι.
Δεν μου μεινε τίποτ’ άλλο αληθινό να σου χαρίσω.
Πάρε και τα γονατά μου και δώσε μου τα χείλη σου για να μιλάω.
Θέλω να λέω τις αλήθειες σου που παρέλειψες ν’ αφήσεις για έλεγχο.
Θέλω να μιλάω για τις μέρες που οι κόμποι στο λαιμό σου ήταν δυνατότεροι απ την αυτοεκτίμηση μου.
Θέλω να αφηγούμαι τα παραμυθάκια σου που ήξερες όμορφα να λες μέσα στις ψεύτικες αισθήσεις σου.
Να μη μου λες πως εξαφανίστηκα.
Δεν θέλω να σε βλέπω γιατί ο χρόνος μιλάει συχνά για σένα και όσο υποχωρείς, φευγούν και οι μέρες απο πάνω μου.
Μία μία...
Να μην ξεχάσω...
Δεν με νοιάζει να σου δώσω καμία απάντηση
Δεν σου χρωστάω καμία απάντηση ούτως ή άλλως. ‘’
Η Ευριδίκη είχε αφήσει τα τελευταία της λόγια δίπλα στη λίμνη που ο Ορφέας γέμιζε με τα παράπονά του. Μαζί άφηνε και τη λήθη της. Όλη δική του.
Δεν την ξαναείδε απο τότε.
Δεν θα την ξαναδεί.