Την άλλη μέρα το πρωί βρήκα στο δρόμο δύο ψεύτικα φτερά. Τα είχε λιώσει ένα πράσινο Toyota.
Τρέξε κι άλλο, απέχει πολύ ο κόσμος. Φύγε μακριά μικρό μυαλό μου.
Θέλω να κολυμπήσω πιο ψηλά. Να αγγίξω τον ήλιο. Όταν λιώσουν τα φτερά μου θα ξεντυθώ και θα βουτήξω στο φώς πριν προλάβει να με κάψει ζωντανή. Ο Ίκαρος δεν ήξερε. Ας βασανίζεται μονάχος ξαπλωμένος στον βράχο που κρατάει τον σπασμένο του λαιμό. Έτσι τον βρήκαν μια μέρα.
-Πως θα μετρήσεις τις σταγόνες της βροχής μου λες?
-Θα τις γράφω στον ώμο μου για να μην ξεχνάω.
-Μα δεν ξέρεις να γράφεις
-Θα τις γράφει άλλος
-Η νερομπογιά διαλύεται στο νερό της βροχής.
-Δεν μετράς τις σταγόνες με νερομπογιά ανόητη!
-Τι ξέρεις εσύ από μέτρημα?
-Μετρούσα τα χρόνια.
-Άλλο οι σταγόνες. Δεν θα προλάβεις να τις μετρήσεις όλες.
-Καμία δεν σβήνεται. Καμία δεν χάνεται.
Ο κόσμος γυρίζει γρήγορα. Σταματάει που και πού. Ανά δεκαέξι τρένα μου είπαν. Μόλις περάσει και το δέκατο πέμπτο μπαίνουν στα εγκαταλελειμμένα βαγόνια οι μουτζούρες και τραγουδάνε ξεχασμένες καντάδες.
-Παρακαλούμε κατεβείτε. Απολογισμός υλικών καταστροφών.
-Έσπασα δύο πλευρά και πέντε δόντια
-Τι χρώμα?
-Ορίστε?
-Τι χρώμα έχουν τα σπασμένα?
-Είμαι τυφλή.
-Παρακαλούμε κατεβείτε. Απολογισμός υλικών καταστροφών.
Ανακυκλώνομαι κάθε τέσσερα βήματα. Δεν πονάει έχω μάθει. Πρώτα κόβω το κεφάλι μου και μετά το πουλάω για ένα καινούριο. Δεν κρατάει πολύ η φθορά. Και όσο μεγαλώνει ξέρει να γίνεται αόρατη. Πρέπει να την σκοτώσεις πριν σ’ εξαφανίσει μαζί της. Προς θεού μην την αγκαλιάσεις, θα σε συνθλίψει στα μεταλλικά της χέρια.
Πρέπει πρώτα να μάθεις να κάθεσαι για καφέ στην ηλεκτρική καρέκλα για να μπορείς να ξεχωρίζεις το πάνω με το κάτω.
Πρέπει να ξέρεις να διαβάζεις τα "βοήθεια" της καταστροφής για να κάψεις τα χέρια σου στο φως του ήλιου.
Πρέπει να αρχίσεις να καταλάβαίνεις τις στιγμές που οφείλεις κερνάς υδροκυάνιο στα μάτια σου. Στην υγειά μας.
Δεν φοβάμαι. Όταν χάνω το φώς μου βρίσκω καινούριο. Ο Ίκαρος μου έμαθε πως ν’ αρπάζω τις πυγολαμπίδες από τις φωλιές τους και να τις θάβω ζωντανές στα μάτια μου. Όταν εκείνες έχουν εφιάλτες, έχει και η όρασή μου. Την ακούω που και πού να ουρλιάζει κλαίγοντας απεγννωσμένα. Είναι που προσπαθεί να διώξει τις εικόνες. Στα μάτια μου αρέσει πολλές φορές να μένουν τυφλά.
Είναι οι φορές που γελάνε ασυνείδητα.
Ξεχνάω εύκολα. Φταίει που ζω στα υπόγεια με τριάντα εφτά βαλσαμωμένες αναμνήσεις. Όταν ματώνουν και σαπίζουν , ο κόσμος μου νυστάζει. Τον αφήνω να σβήσει για λίγο και να κοιμηθεί. Το πρωί φτύνω τα λησμονημένα υπολείμματα των νυχτερινών θανάτων και ξανακοιμάμαι μέχρι να ξεκουραστώ. Κάθε πρωί ξερνάω την ψυχή μου στους τοίχους.
Μετά βρίσκω άλλη.
Ο Ίκαρος είχε ξεχάσει να μου πει πως όταν χαθείς μία φορά στο λαβύρινθο, χάνεσαι και δεύτερη.
«Πιστέψατε πως ο ήλιος καίει, παράλογοι άνθρωποι. Έτσι γίνεται πάντα. Όταν κάνουμε μονάρχη την παγωνιά, η ζέστη μεταμορφώνεται σε κόλαση.»
«…Και μαλώνουν μεταξύ τους.»
Κλείσε το παράθυρο, κάνει ρεύμα.
-Δεν υποφέρεις χωρίς την όρασή σου?
-Όχι εγώ, εσύ.
Έπρεπε να είχα αφήσει τα μάτια μου ελεύθερα. Τα ζαλίζει το πολύ φως. Δεν ήξερα.
-Τι έπαθε ο ώμος σου?
-Η βροχή χαράζει τις σταγόνες της στο δέρμα μου. Θέλει να αφήνει ίχνη για τα παιδιά της που χάνονται στο χώμα. Θέλει να μας θυμάται. Μετά μετράς τις ουλές σου…
…Καμία δεν σβήνεται. Καμία δεν χάνεται
-Δεν το ήθελα. Σε λυπόμουν.
-Κι εγώ
-Να μετράς τις ουλές σου. Καλησπέρα.